Οι Νιάμ-Νιαμ οι ανθρωποφάγοι·
έχουν στήσει το χορό
και τοιμάζονται να φάνε
έναν πάστορα χοντρό
……..
Ήταν μήνες, ο καημένος,
που’χεν έρθει από τη Δύση
κ’ είχε φέρει και βιβλία
για να τους εκπολιτίσει.
Με υπομονή μεγάλη
και επιμονή σοφή
τους εδιάβαζε «χωρία»
απ’την Άγια Γραφή.
Τους εδίδασκεν ακόμα
το «ου κλέψεις!», «ου μοιχεύσεις!»
και προ πάντων, αδελφοί μου,
«ου φονεύσεις! ου φονεύσεις!»
Είναι έγκλημα, τους είπε,
να σκοτώνεις και να τρως!
Κάθε άνθρωπος, ή φίλος
ή εχθρός, είν’ αδελφός!
Έτσι ζούνε, μονιασμένοι,
όλοι οι λαοί της Δύσης.
Το «ο συ μισείς» ποτέ σου
«τω ετέρω μη ποιήσεις!»
Και ακούγανε οι μαύροι,
με τα στόματα ανοιχτά,
τα κηρύγματα εκείνα
του Καθολικού παπά.
Μα στη ζούγκλα κάποια μέρα
αντηχήσαν τα ταμ-ταμ
κ’ ένα μήνυμα είχαν φέρει
στο κοπάδι των Νιάμ-Νιάμ.
Κι έλεαν τα ταμ-ταμ, πως πέρα
στις ακτές, την κονταυγή,
οι λευκοί είχαν αρχίσει
μεταξύ τους μια σφαγή!
Γιοί της Νύχτας και του Μίσους,
είχανε σκληρή ματιά
και κρατούσαν κάτι όπλα,
που ξερνούσανε φωτιά.
Και σκοτώνονταν αράδα
και δίχως αιτία, γιατί-
τι μυστήριο! -τους εχθρούς τους
δεν τους έτρωγαν αυτοί!
Τρεις ημέρες και τρεις νύχτες
αντηχούσαν τα ταμ-ταμ.
Και την τέταρτην ημέρα
όλοι οι Μάγοι των Νιάμ-Νιάμ,
ξαναστήσαν τα Τοτέμ τους-
των παλιών θεών το πνέμα-
και τον πάστορα δικάσαν
για το τρομερό του ψέμα.
Ο Γιέ-Χού, ο πρωτομάγος
με τα κόκκινα φτερά
προσευχόταν στα Ταμπού του,
όλη νύχτα, γοερά.
Κι ενώ ούρλιαζαν οι Μάγοι
και ηχούσαν τα ταμ-ταμ
και χορεύαν φρενιασμένες
οι παρθένες των Νιάμ-Νιάμ,
α! τον πάστορα τον ψήσαν
σε μια θράκα καυτερή
και, παρόλο του το πάχος,
είχε σάρκα τρυφερή!
Και, μαζί μ’αυτόν, εκάψαν,
μες στην ίδια τη φωτιά,
τις διαβολικές γραφές του
που’κρυβαν τόση ψευτιά!
………………..
Κι οι Νιάμ-Νιάμ εμείναν άγριοι.
-Τι καημός, ωιμέ!, κρυφός!-
δεν τους φώτισε ακόμα
του πολιτισμού το φως.
Και θα μείνουνε για χρόνια
απολίτιστοι -τι κρίμα!
Δε θα μάθουν τι σημαίνει
Μπούχενβαλντ και Χιροσίμα!