ΚΩΜΩΔΙΑ

Ένας Γιάγκης απ’ το Κάνσας
κίνησε μια ταχινή
τον εχθρό να πολεμήσει
στην Κορέα τη μακρινή.

Και ξεκίνησε, όπως όλοι,
σαν κοπάδια ξεκινάν
κι ένας, Φού-τσέ-λιόν, Κινέζος,
απ’ την επαρχία Χουνάν.

Πολεμήσανε με λύσα
μα και με μανία φριχτή
(κι ας μην ήξεραν κι οι δυό τους
κατά βάθος το «γιατί»!).

Με δαγκωματιές ξεσκίσαν
το κορμί τους σε κομάτια,
ώσπου, ο πάγος του θανάτου,
τους εθόλωσε τα μάτια.

……..

Όπου, εκεί κατά το δείλι
εφανήκαν τρεις αλήτες,
όχι ανθρώποι….αλά σκύλοι
πεινασμένοι και κοπρίτες!

Κι όπως είδαν τα κουφάρια,
που’χαν κιόλα σιτεφτεί
κι ήταν μήνες που το κρέας
δεν το είχανε γεφτεί,

εχυμήξαν και στρωθήκαν-
ήταν σκύλοι Γιαπωνέζοι-
στο πρωτόφαντο εκείνο
κι αναπάντεχο τραπέζι.

Δάγκωσε ο ένας του Κινέζου
το ποδάρι -τι ψαχνό!-
έφαγε ο άλος ένα μάτι
απ’τον Αμερικανό.

Κι όλο τρώγαν: άλος πόδι,
αλος χέρι κι άλος μάτι.
Κι όταν τέλειωσε το δείπνο,
φουσκωμένοι και χορτάτοι,

ξάπλωσαν και κοιμηθήκαν
απ’το βράδυ ως το πρωί.
(Εύκολα δεν το χωνέβεις
ένα διεθνές φαΐ!).

……..

Κι έτσι ο Γιάγκης απ’το Κάνσας
κι ο Κινέζος Φού-τσέ λιόν,
αδελφώθηκαν στο τέλος
στα στομάχια των σκυλιών!