ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΣΥ!

Η ιστορία της παρακμής άρχισε εδώ και δέκα χρόνια. Μάλιστα! Ακέρηα δέκα χρόνια!
Ήτανε εκείνο το πρωινό που, περνώντας το λιθόστρωτο ανηφορικό “γκαλντιρίμι”, αντίκρυσα νεκρή και σωριασμένη, την ιστορική βαθύσκια και πλατύφυλλη Μουριά της ταβέρνας του Ρουκουνιώτη. Την Μουριά τςη “Μουριάς”. Αυτή που’χε δώσει τ’όνομά της στην ιστορική πια Ρουκουνιώτικη ταβέρνα με τ’Αναπλιώτικο κουλέρ-λοκάλ, την “Τρανσπαράν”!
Από τότε άρχισε η παρακμή.
Την έκλαψα τότε την ταβερνούλα με στίχους λυγμικούς:

Απόψε μ’αδεια την καρδιά
Και την ψυχή συντρίμι
Τώρα που λάμπει ολόφωτο
Τ’ ολόγιομο φεγγάρι,
Θα ξαναπάρω το στριφτό
Πέτρινο γκαλντιρίμι
Και, δίπλα στη νεκρή Μουριά
Θα πιω ένα κατοστάρι….

Ωστόσο αυτό δεν ήτανε παρά η αρχή του τέλους. Στο πείσμα εκείνων των ιερόσυλων που’κοψαν το πλατύφυλλο δένδρο, εμείς οι νεότεροι, ξακολουθήσαμε να πηγαίνουμε -προσκύνημα ιερό- στην ταβερνούλα. Μέσα στους ίσκιους των παταριών της, βλέπαμε να πλανιώνται, ανάερες, τις αλησμόνητες σκιές, του Γιάννη του Μουτζουρίδη του “Κουλού”, του Στέφανου Δάφνη, του Χαδιαράκου κι όλων εκείνων που, εκεί μέσα, είχαν αφήσει το άρωμα και τον ανασασμό της πρώτης τους Νιότης.

Πίναμε το κατοστάρι μας κοντά στο αυτοσχέδιο ξύλινο μαγκάλι, αντάμα με τις αράχνες των καπνισμένων τοίχων και καθώς, το μεσοχείμωνο, οι στάλες της βροχής χτυπούσαν τους τσίγκους νομίζαμε πως ακούμε το παθιάρικο μινόρε του Γιώργη του Ρουκουνιώτη, του “Μεγαλείου” στην πανώρηα Βάσω του Πάξενου, την κατοπινή γυναίκα του.

Αυτό ήτανε η αρχή του τέλους.
Και το τέλος το είδα προχθές
Η “Μουριά” επισκευάζεταιμ επισκευάστηκε θα’λεγα καλύτερα. Η “Μουριά” μας η παλιά Αναπλιωτοπούλα, χαμηλοβλεπούσα σεμνή παρθένα, φτιασιδώθηκε σαν κόρη νεόπλουτου Κατοχικού μαυραγορίτη! Άλλαξε τους τοίχους της, τους παλιούς τους καπνισμένους και τους πέρασε με σπατουλάρισμα και λακέ. Τια παλιές ποιητικότατες φουφούδες τις αντικατέστησε κουζίνα μοντέρνα και της τετράφωτης παλιά λουσέρνας τη θέση πήρε -Οικτιρμών υπάρχεις! – άπλετος φθορίζων φωτισμός!
Ε! πέστε μου σεις· πως μπορείς πια να καμαρώσεις το σπιθοβόλο κρασί στο ποτήρι σου, όταν ο καινούριος φωτισμός του δίνει ένα χρώμα φυματικού; Πώς να τραγουδίσει με την κιθάρα του ο Τσιτσίλος το “ενθυμού”, όταν το εγκατεστημένο αυθάδικο ραδιόφωνο εκπέμπει στη διαπασών τους ξέφρενους ρυθμούς της σάμπας, της καράμπας και όλα τα εις -άμπα προϊόντα που μας στέλνουν οι άγριες φυλές της Οικουμένης:
Κυνηγημένες απ’ όλα τούτα, οι ιερές σκιές των παλιών σου θαμώνων σε εγκατέλειψαν, “Μουριά” μου, γιατί ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΣΥ!
Τη θέση της ανάερης, αβρής Αναπλιώτισσας παιδούλας πήρε τώρα μια παραλυμένη νεάζουσα “Καρακαχπέ” σαν κείνες που πλημμυρισμένες ψιμμύθια και κατάφορτες χρυσαφικά, γέρνουν “ρομαντικές” στο μπράτσο ενός πουδραρισμένου ζιγκολό!
Όχι! Δεν είσαι συ! Και όλα τα παληά, τα βέρα Αναπλιωτάκια πρέπει να συμφωνήσουνε μαζί μου.
Ευτύχημα για σένα είναι που δεν έχει κατέβει ως εδώ ο σεβαστός μου ο Αντώνης ο Λεκόπουλος. Ξέρεις τι θα σουκανε;
Θα πέρναγε ξυστά κοντά σου και , φτύνοντάς σε, δα σου’δινε μια μεγαλόπρεπη Ψαρομαχαλιώτικη μούντζα!

 

Προηγούμενο   Επόμενο