Ήταν Τσακώνα η Αργυρούλα
κι’ απ’το χωριό της, τον Πραστό,
τη φέραν στην Αθήνα δούλα
-με δοκιμή, χωρίς μιστό-.
Κι άρχισε εφτύς η δοκιμή της
απ’ το μεγάλο αφεντικό,
που, κάποια νύχτα, το κορμί της
εγέφτηκε, το παιδικό.
Κι έφερε ένα παιδί στον κόσμο
-αρσενικό ήταν και γερό-
μα, την εδιώξαν απ’ το σπίτι.
-Πάει τώρα, δούλα με μωρό!
Ύστερα ήρθαν όλα τ’ άλλα:
Την πήρε μια μαντάμ καλή.
Και κατρακύλησε τη σκάλα
ως το στερνό-στερνό σκαλί.
Έτσι διαβήκανε τα χρόνια
-σάπιο κορμί, θολή ματιά-
ερούφηξε την καταφρόνια
σταλαματιά-σταλαματιά.
………
Προχτές την κατεβάσαν, κρύα.
σε κάποιο λάκο ανοιχτό.
……..
Κι εδώ τελειώνει η ιστορία
της Αργυρώς απ’ τον Πραστό