– ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ –

ΣΤ’ΑΝΑΠΛΙ

Που πρωτόειδαμε

το φως

Τ’ΑΦΙΕΡΩΝΟΥΜΕ

 

 

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗ ΤΡΟΙΑ

Στ’ακροθαλαλάσσι σκηνές. Στη μέση η σκηνή του Παλαμήδη. Πίσω δεξιά κι’ αριστερά άλλες σκηνές. Στο βάθος μακρυά θεόρατες φωτιές που τ’αντιφέγγισμά τους αβέβαιο φτάνει ως δώθε. Θαμποχάραμα.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(Προβαίνει, νυχοπατώντας, ξυστά απ’το δεξιό μέρος της σκηνής του Παλαμήδη)

Κανείς εδώ!

(πλησιάζει στη μεσαία σκηνή. Παρατηρεί)

Ούτε και στη σκηνή του
κανείς δεν είναι! Ω πολυπόθητη στιγμή!
Γαλανομάτα Αθηνά μου, βόηθα!
Το δίχτυ βόηθησέ με να του στήσω…

(Μπαίνει στη σκηνή τη μεσαία. Ύστερ’ από λίγο βγαίνει. Χαρούμενος)

Πανούργα όλα του τα’χω συνταιριάσει:
Το ψεύτικο γράμμα και το χρυσάφι
είναι τα δυό τ’αλάθητά μου βρόχια
που θα τον πνίξουνε! Θεά μου, βόηθα!
Στήθηκε η απόχα! Τώρα η Μοίρα
θα’ ρθεί μαυρόφτερη να τον τυλίξει…
Κι’ ούτε τ’αστέρια που ψηλά ξετάζεις,
Σοφέ μου Αστρονόμε, δε θα φτάσουν
για να σε σώσουνε κι’ουράνιοι κύκλοι
θα γίνουν η θηλειά τ’ αφανισμού σου.
Σοφέ!! Οδυσσέας λέγουμαι, Οδυσσέας,
κι’ εύκολα δεν τα βάζουνε με μένα.
Την τρέλλα μου ξεσκέπασες, ήρωά μου,
σοφέ μου Παλαμήδη, και στης μάχης
της άγριας μ’ έριξες άθελα το σάλο.
Δέκα κλείσαν χρόνια που στην Ιθάκη
αράχνιασε το πατρικό παλάτι μου
κι’ η Πηνελόπη στ’ άγονο κρεβάτι
το κρύο κοιμάται…. Ο Τηλέμαχός μου,
το μοναχό βλαστάρι μου, κουτσάθη…
Και για όλα τούτα μόνο συ η αιτία!
Μα, Οδυσσέας λέγουμαι Οδυσσέας
και ξέρω να γδικιέμαι. Σαν αράχνη
στήνω τα δίχτυα μου και περιμένω…
κι αλλοίμονο σε κείνονε που θα’ρθει
να μπει μες στη φωλιά μου! Ξημερώνει!…
Τ’αστρί της μέρας που θα’ρθεί σε λίγο
δεν θέλω να φωτίσει τη μορφή μου.
Μόνο εγώ, η Αθηνά κι η νύχτα
το μυστικό ξέρουν.
Το δόλο μου έσπειρα….κι’ο Παλαμήδης
σύντομα θα τρυγήσει τους καρπούς του!

(ακούγοντας δεξιά του θόρυβο αφουγκράζεται)

Ποιος να’ναι κει! Σιμά στα χαμοκλάδια
σαν κάτι να μου φάνηκε πως σύρθη!
Όμως της φαντασίας μου και της ώρας
μπορεί και να’ναι γέννα ή της Θεάς μου
μήνυμα μπορεί να’ναι για να φύγω.
Τα βήματά μου ας φτερουγίσουν τώρα
μακρυά από δώθε.

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ

(Προβαίνοντας)

Εγω’μαι!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ο Διομήδης!

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Το δόλο σου καμάρωνα ως τον ύφαινες
της πονηριάς τεχνίτη

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τη φωνή σου
χαμήλωσε. Μπορεί να μας ακούσουν.
Άγρυπνος πως ευρέθης τούτην ώρα;

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Ο σάρακας του φθόνου και της όχθρητας
δεν άφηνε τα βλέφαρα να κλείσουν.
Ο Παλαμήδης, Οδυσσέα, στράγγιξε
γύρω μου της ζωής μου τον αγέρα.
Και νου μου και καρδιά μου τα βαραίνει.
Να! Χτες ακόμα τα βαριά τα λόγια
που μου’ριξεν ο Ατρείδης, πως δειλιάζω
το σάλαγο της μάχης…

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
και σε μένα
τα ίδια τα πικρά τα λόγια μίλησεν

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
εκείνος στο μυαλό του τα’χε βάλει!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πάντα αυτός ποτέ καιρό δε χάνει
να δείχνει τη σοφία του και να φαίνεται,
πως μόνο αυτός πασκίζει για τη Νίκη!
Όμως η ώρα φτάνει…

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Α! Ναι! Το δόλο σου
τον έδεσες πιδέξια. Και κρυμμένος
πριν λίγο κει χαιρόμουν κι’ αναγάλλιαζα
βλέποντας πόσο στέρηα τα πλοκάμια σου
τυλίγεις. Όμως πρέπει ο Αγαμέμνονας…

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κι’ αυτό δουλειά μου! Σαν ο Ατρείδης έδιωξε
το Χρύση τότε κι’ όλο το στρατόπεδο
βούιξε και σαν πέλαγο εταράχτη
φουρτουνιασμένο, το θυμάσαι τότε
πως ο Αγαμέμνονας ορθός χλωμότρεμε,
κοιτώντας τους που υψώναν το κεφάλι
στη θέλησή του;

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Ω! Αν το θυμάμαι!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Του Ατρείδη το μυαλό λοιπόν θολώνοντας
με λόγια πλανερά, θε να τον πείσω
πως όσα έγιναν τότες κρύφιο ήτανε….

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
….Του Παλαμήδη έργο!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
….και θα στάξω
αργά, μαστορικά το δηλητήριο
του μίσους στην καρδιά του. Ξημερώνει!
Και το λαμπρό του Απόλλωνα το βλέμμα
δεν πρέπει να μας δει σ’αυτόν τον τόπο.
Ε Διομήδη! Σκοτεινό το έργο μας
και μόνο η νύχτα πρέπει να το ξέρει.
Έλα μαζί μου και το φόβο ατσάλωσε
και μη δειλιάς και να γδικιέσαι μάθε!
Θυμήσου πόσο αυτός με καταφρόνια
πάντα μιλάει για σένα! Στην συνέλευση
προχτές θυμήσου τα μεγάλα λόγια στου
πως εσκέπασαν τα σωστά δικά σου!

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Ω! Αν τα θυμάμαι!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ε! Λοιπόν μπιστέψου
στη δολερή μου τέχνη! Ας πάμε τώρα
Το νου πρέπει ν’αναψουμε τ’Ατρείδη
κι’η ώρα δε μας παίρνει! Ξημερώνει!

(Φεύγουν με προφύλαξη από τη δεξιά πάροδο)

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(Μπαίνει στη σκηνή απ’ την αριστερή πάροδο.
Προχωράει σιωπηλός και σκεφτικός):

Γύραθε στο στρατόπεδο ξυπνήσαν
οι άλλοι Αχαιοί πολεμιστάδες…
Και μένα έχει τρεις νύχτες να βαρύνει
ύπνος παρήγορος τα βλέφαρά μου.

(Παρατηρώντας προς το βάθος)

Και τούτες, οι φωτιές, θαρρείς ακοίμητες
γοργοσαλεύουν Ερινύες φεγγοβόλες,
στήσανε το χορό τους τον ατέλειωτο.
Κι’ α! πως με βουλιμιά τις σάρκες τρώνε!
Και λιώνει η σάρκα και καπνός υψώνεται
και με περικυκλώνει και με πνίγει.
Κορμιά συντρόφων και δικών και φίλων,
Ελληνικά κορμιά από Νιότη πλέρια,
σωριάζονται σα δρυ από ξυλοκόπου
ανήλεο χέρι. Κι’ ω Θεοί, αντρίκια
δεν πέφτουν μες στο σάλαγο της μάχης…
Αρρώστια μιαρή τα σιγοτρώει
και τα ‘δηγάει αδύναμα σβησμένα
στ’ανήλια του Πλούτωνα παλάτια.

(στον ήλιο που ανατέλλει)

Λοξία! Μεγαλόπρεπος σαν πάντα
στη λαμπερή Σου ομορφιά λουσμένος
με τα χρυσόξανθα μαλλιά ριγμένα
στους ώμους Σου τους θεϊκούς, το χέρι
απλώνεις, Φοίβε, στιβαρό κρατώντας
τ’ άσπρα Σου τ’ άτια π’ άγρια φρουμάζουν
και τ’άρμα Σου οδηγάς πάνω απ’ τη γη μας.
Τους δίκιους και τους άδικους φωτίζει
το φως Σου το γλυκό, που παρηγόριας
μπάλσαμο στάζει σε καρδιές θλιμμένες!
Και μόνο εμάς το βλέμμα Σου θολώνει
σα μας κοιτάζεις, Φοίβε! Κι’ α! Το χέρι Σου
αλύπητα πως στέλνει στο στρατό μας
τα βέλη Σου βαρυοφαρμακωμένα!
Και τα κορμιά σωριάζεις και το κλάμμα
απλώνεις στο στρατόπεδο. Το κρίμα
είναι βαρύ. Το ξέρω. Τι ο Αγαμέμνονας
τον ιερέα Σου έδιωξε αψηφώντας
τη δίκια την οργή Σου. Μα η ασέβεια
που οι αθώοι με τη ζωή τους την πληρώνουν
ρωτάω, Θεέ ανήλεε και μεγάλε,
ακόμα δεν πληρώθηκε;

(στον εαυτό του)

Και τούτη τη νυχτιά στ’ ακροθαλάσσι
την πέρασα ακούοντας του κυμάτου
το μούγκρισμα, που τάραζεν η τρίαινα
η γιγάντια του παππού μου Ποσειδώνα.
Ώρες στην έρημην ακτή μονάχος
προσμένοντας τα πλοία μου να γυρίσουν
απ’το βουερό Θρακιώτικο ακρογιάλι,
εβύθισα το βλέμμα στου πελάγου
την απεραντοσύνη, κι’ η ψυχή μου
φτερούγισε γεμάτη νοσταλγία
στο ήρεμο αραξοβόλι του Ναυπλίου,
της μακρινής πατρίδας της γλυκειάς μου,
που ο πατέρας μου ο Ναύπλιος με γνώση
και με σωφροσύνη την κυβερνάει.
Δέκα χρόνια έχουν περάσει αφόντας
κινήσαμε στον πόλεμον ετούτον,
που τόσους μου συντρόφους μπιστεμένους
έστειλε με του Χάρωνα το ακάτι
προς τα τρισκόταδα βασίλεια του Άδη.
Δέκα χρόνια βουτηγμένα στο αίμα
για τα καμώματα άμυαλης γυναίκας!!
Όμως και χρέος για τη Φυλή μας είναι
χρέος ψηλά από τους Θεούς σταλμένο
την προσβολή να πλύνουμε, που ο ξένος
με τ’άπρεπό του φέρσιμο έχει αφήσει
στ’ αντρίκιο μέτωπό μας.
Κι’ όρκος βαρύς μας έχει σφιχτοδέσει
προς τον Τυνδάρεω, το γέρο πατέρα
της όμορφης Ελένης, και βαραίνει
ο όρκος τουτος σ’ όλων μας τα στήθεια.
Μ’ ένα κορμί και μια ψυχήν αντάμα
ήρθαμε οι Βασιλιάδες της Ελλάδας.
Κι’ αν βαρυγκόμησε κανείς τη Μοίρα
και του πολέμου τρόμαξε τα πάθη,
για την τιμή της ακριβής Ελλάδας
πεθαίνει, αντρίκια πολεμώντας.

 

ΑΙΑΝΤΑΣ

(Μπαίνει απ’την αριστερή πάροδο)

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Αίαντα!

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Απ’τα τρίσβαθα της νύχτας,
ώσπου η ροδόπεπλη Αυγή εφάνη
στ’ αντικρυνά βουνά, σ’ακολουθάω
και, φίλε, άκουσα το βαρύ το βόγγο σου
που, βγαίνοντας απ’ τα πλατιά σου στήθια,
το μούγκρισμα έσμιγε του μαύρου πόντου.
Τα φτερωτά σου λόγια όμως δεν ξέκρινα
τι τα’παιρνε ο αγέρας. Όμως ξέρω
ποιος πόνος την καρδιά σου την πλαντάει

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Α! Φίλε μου πιστέ. Εννιά μερόνυχτα,
μερόνυχτα του δάκρυου και του θανάτου
ματώσαν την ψυχή μου

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Πόσοι χάθηκαν!
Και πως σε νιώθω φίλε! Αυτός ο βόγγος
τόσων συντρόφων μας που ξεψυχάνε
κάτω απ’ το σύγκρυο της αρρώστιας χέρι
κι’ από το παγερό φιλί του θάνατου,
ο βόγγος τούτος σα βραχνάς μου στέκεται
κι’η αγρύπνια αχώριστη με παραστέκει…

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Οι έγνοιες δε ρίχνουν το κορμί μου
στην απαλή αγκάλη του Μορφέα.
Για το στρατό μας τρέμω, που του Ατρείδη
το πείσμα τώρα τον ξεθεμελιώνει.
Μα φίλε, τούτη τη νυχτιά, την ώρα
που κάτω από τις ασημιές αχτίδες
του φεγγαριού, οι Νηρηίδες βγαίνουν
και παίζουν με τους Τρίτωνες λουσμένες
μ’αφρούς και στολισμένες με κοχύλια,
μου εφάνη ‒τάχα ο αχός του πελάου να’ταν;‒
μου εφάνη πως ο παππούς μου από τα βάθη
του πόντου μου αχνομόλησε και μου’πε:
«Εσύ ‘σαι ο εκλεχτός! Και το μυαλό σου
αύριο ας αστράψει και τα σοφά λόγια σου
ας φτερουγίσουν, αίμα της Γενιάς μου!
Μίλησε στη συνέλευση.Του Ατρείδη
το πείσμα η σοφία σου ας λυγίσει
και της Χρυσηίδας της ξανθιάς το γύρισμα
πίσω στο Χρύση τον ιερό, θε να’ναι
αιτία το θανατικό να πάψει,
που το στρατό μερόνυχτα ρημάζει».|
Εκείνος έτσι μίλησε!

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Και τώρα;

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Κοίταξε! Τις φωτιές εκεί τις φάγουσες
του νου μου λέω πως πρέπει τώρα η φτέρνα
να σβήσει κι’ όσα ο Ποσειδώνας μου’πε,
σήμερα σε συνέλευση να πω.

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Τα λόγια σου έργα σύντομα να γίνουν.
Κι’ εγώ στον Αχιλλέα εφτύς θα τρέξω
και σήμερα κι’ οι τρεις θα γιγαντώσουμε
τη θέλησή μας στο κακό το πείσμα
του Ατρείδη.

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Ναι! Θα φθάσω εγώ σε λίγο ˙
γιατί τον Οίακα βλέπω, που τρέχοντας
έρχεται προς εμένα. Αίαντα σύρε.

 

ΟΙΑΚΑΣ

(Μπαίνει τρέχοντας απ’την αριστερή πάροδο)

Σαν τον Ερμή φτερούγισα κοντά σου,
μεγάλε μου αδελφέ, για να σου φέρω
μήνυμα ωραίο, που θα πλημμυρίσει
χαρά το Είναι σου κι’η βαρειά καρδιά σου
θα κελαηδήσει καθώς χελιδόνι,
που ύστερ’ από πολύμηνο ταξίδι
ξαναγυρίζει πίσω στη φωλιά του

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Οίακα! Ξέρεις πόσο εμέ τα λόγια
τα περιττά βαραίνουν, κι’ η φλυαρία
πως δεν υπάρχει φρόνηση αποδείχνει.
Ξεκάθαρα τα λόγια σου να σπέρνεις
και πριν να τα σκορπάς να τα ζυγίζεις.

 

ΟΙΑΚΑΣ
Της Νιότης μου συχώρα τη λαφράδα.
Όμως, όταν το μήνυμα θ’ακούσεις,
θα γίνεις σαν εμένα….
Μόλις εθαμποχάραζε η Αυγούλα
η ροδοδάχτυλη, αδελφέ, με βρίσκει
μονάχο, καθώς πάντα ν’αγναντεύω
το πέλαγος γεμάτος νοσταλγία!
Ήταν γαλήνια η θάλασσα, γαλήνια
και τίποτα στα γαλανά της πλάτια
δεν εφαινόταν, ούτ’ ένα πανάκι
λευκό. Μονάχα γλάροι αλαργεμένοι
απ’ τα μεσοούρανα κόντευαν πετώντας
κι’ έσμιγαν σ’ αεροφίλημα τσιμπώντας
τον νταντελλένιο αφρό. Και ξάφνου…ξάφνου…
ένα καράβι! Πως δεν το’ χα νιώσει
Ω! Είναι στιγμές που η ανθρώπινη καρδιά μας
μας προμηνάει μαντέματα υπερκόσμια!
Έτσι κι’ εγώ λαχτάρισα, στα στήθια
ετρελλοφτεροκόπησε η καρδιά μου!
Ήταν το πλοίο εκείνο…

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Λέγε τι ήταν;

 

ΟΙΑΚΑΣ
Ναυπλιώτικο, αδελφέ μου!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Μην τρελάθεις!

 

ΟΙΑΚΑΣ
Έτρεξα, κατρακύλησα, τι λέω,
εφτεροκόπησα στ’ακροθαλάσσι
κι’ είδα το πλοίο την άγκυρα να ρίχνει
και να πηδάν εφτύς, σαν το μελίσσι
που χύνεται απ’ την πόρτα της κυψέλης,
Ναυπλιώτες ένας κι ένας, ο Ναυόλος
ο Λέρνος, ο Κλυτόνιος, ο Προίτος
όλοι οι παλιοί μου φίλοι. Δέκα μέρες
εσκίζανε τον πόντο. Είναι σταλμένοι
απ’τον πατέρα μας! Τα παρακάτου
δεν κάθησα ν’ακούσω, και τους άφησα
και χίμηξα να σ’ εύρω. Μόνο βιάσου.
Κινήσανκατά δώθε κι’ όπου να’ναι
σε λίγο αδελφέ μου, φτάσαν!..

 

ΧΟΡΟΣ

(Μπαίνει απ’την αριστερή πάροδο χωρισμένος σε δύο ημιχόρια και με τον Κορυφαίο στη μέση)
στροφ. α’

Σ’ευχαριστούμε, Θεέ, γιατί γαλήνεψες
το σάλαγο του πελάου, και τ’αγέρι
ολόπριμο στ’ άσπρα πανιά μας το’στειλες
το πλοίο μας γοργοτάξιδο να φέρει!
Την προσευχή, σ’Εσένα, τώρα υψώνουμε,
της πόλης μας προστάτη και κορώνα.
Μεγάλε Θεέ, του Πόντου του τρισμέγαλου
Ποσειδώνα!
Ιδές μας! Τα γερά κορμιά μας σκύφτουμε
με δέος και μ’αγνήν αγάπη αντάμα
στης δόξας Σου, Θεέ, το τρισπελώριο το Θάμμα!
Γιατί είναι χρέος ιερό στον που ξαμώνοντας
τετράψηλες κορφές που η Μοίρα ορίζει,
δοξάζει το Θεό που ζωή και δύναμη, χαρίζει!

αντ. α’

Με ΄κσταση τη δύναμή Σου βλέπουνε
τα μάτια μας λατρεία φωτολουσμένα.
Του Ναύπλιου εμείς βλαστάρια πρωτογέννητα Εσένα!
Εσένα υπνολογάμε, που τα νάματα
της Δύναμης μας δίνεις και της Πίστης.
Εσύ που ο Πρώτος στάθηκες της Χώρας μας Χτίστης!
Τον οικιστή της Βασιλιά μας χάρισες,
τον Ναύπλιο, που με σύνεχη και γνώση
την πόλη κυβερνάει σοφά και γύρω του
τη θεϊκή πνοή Σου έχεις απλώσει.

 

στροφ. β’

Στης αύρας τα φτερά τ’ ανάερα απλώνουμε
το φίλτρο μας ‒χαρούμενη ηλιαχτίδα‒
και πελαγοδρομίζοντας στο στέλνουμε Πατρίδα!
Τον ήλιο Σου στη θύμησή μας φέρνουμε
Ναύπλιο, γη Γεννήτρα μας και Μάννα,
απ’ τ’ Αραχναίο σαν βγαίνει ως τη δύση του
πίσω απ’ τ’ Αρκαδικά βουνά του Πάνα!
Τον κόρφο νοσταλγούμε το μυρόπνοο
τ’Αργολικού, που οι Ζέφυροι λινίζουν
και γέρνουν οι Νεράιδες στ’ακρογιάλια του
κι’ οι Τρίτωνες γλυκά τις νανουρίζουν!

 

αντ.β’

Να την! Πλημμύρισε η χαρά τα στήθη μας
και καταρράχτης βουερός κατρακυλάει,
μουσκεύει την καρδιά μας η πλημμύρα της φεγγοβολάει\
σαν ήλιος ο ιδωμός Σου, Βασιλόπουλο,
ήρωα Παλαμήδη. Θεών βλαστάρι,
Εσύ που της γενιάς Σου είσαι τ’ ολάνθιστο
ψηλό και βεργολιγερό κλωνάρι!
Δέξου μας, γλάροι ως να’μαστε λευκόφτεροι
Ήρθαμε φτερουγώντας από πέρα
της χώρας Σου το μήνυμα σου φέρνουμε και του Πατέρα,
του ισόθεου Βασιλιά μας και Πατέρα Σου
το πατρικό Σου φέρνουμε το χάδι
και στην αυγή της ανθισμένης Νιότης Σου
σκύβει απαλό των γερατειών το βράδυ!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Καθώς ηλιοφρυγμένος οδοιπόρος
που πλέει μέσα στης έρημος το κάμα
και ξαφνικά μακριά η θολή ματιά του
βλέπει μικρή βρυσούλα το νεράκι,
το γάργαρο νερό της να κυλάει
κελαριστό και τρέχει και γεμίζει
τις φούχτες του και πίνει…. πίνει…. πίνει,
έτσι κι’ εμέ ανείπωτα η ψυχή μου
αναγαλιάζει. Καθώς ρόδο ανοίγει
τα φύλλα της και βλέπει προς τον ήλιο,
τον ήλιο του ερχομού σας!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ας είναι η στερνή μου τούτη η ώρα
που τα γεροντικά μου μάτια βλέπουν
κείνο που δέκα χρόνια λαχταρούσαν!
Και τ’άσπρο μου κεφάλι ας απογύρει
προς τη γαλήνη του ύπνου του μεγάλου,
τώρα που Παλαμήδη μου, ακριβέ μου,
το χρέος μου στον Πατέρα Σου ξεπλένω
το στοργικό το μήνυμά του φέροντας
σε τούτη τη διφθέρα!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Πατέρα αγαπημένε μου! Η στοργή Σου
που όλο με παραστέκει από μακριάθε
τρεμούλα τώρα στο κορμί μου απλώνει!

(διαβάζει)

……………………………………………………………….

Τα λόγια της αγάπης Σου ως διαβάζω
που μολογάν τον πόνο Σου για μένα
Κι’ είναι γεμάτα από των γερατειών Σου
την κρίση τη σοφή!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Όλο για σένα
κει κάτω μας μιλούσε, Παλαμήδη!
«Ο Θάνατος το κρυερό του χάδι
απάνου μου, μας έλεγεν, απλώνει
και θέλω στο ταξίδι το μεγάλο
όταν κινήσω, όποιον απανταίνω
στο δρόμο μου να λέω του με καμάρι:
Ο γιος μου ζη!»

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Πατέρα μου! Ω Πατέρα!
Γιγάντια Σου η αγάπη με κυκλώνει.
Αγάπη του γονιού, που σαν αυτήνε
τίποτα πιο μεγάλο δεν υπάρχει.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μας έλεγεν ακόμα: «Με βαραίνει
το σκήπτρο μου. Τα γέρικά μου χέρια
ετρεμούλιασαν, κι’ η θολή ματιά μου
κουράστηκε τον κόρφο ν’ αγναντεύει
να δει το πολυπόθητο καράβι
που, φέρνοντας το γιό μου, θ’αλαφρώσει
το βάρος της καρδιάς μου και θα πάρει
στα νεανικά μου μπράτσα το τιμόνι
της χώρας μου».

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Στα δάχτυλα μετριούνταν
οι μέρες, που τον ώριο γυρισμό μας
το νικητήριο, φίλοι, θα σημαίναν.
Η Νίκη φτερωτή, χαμογελούσε!
Όμως, αντί γι’ αυτό, κοιτάχτε φίλοι:
Εννιά μερόνυχτα οι φωτιές υψώνονται
αχόρταγα κορμιά συντρόφων τρώγοντας
κι’ η αρρώστια το στρατό μας αφανίζει!

 

ΧΟΡΟΣ
Γιατί; Και ποιος Θεός την έχει στείλει;

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Βαριά οι Θεοί οι μεγάλοι τιμωράνε
τους που περήφανα και ξιπασμένα
ενάντια τους ορθώνουν το κεφάλι.
Κι’ ο Απόλλωνας πικρά είν’ οργισμένος
τι ο Ατρείδης το μεγάλο Του ιερέα,
το Χρύση, απ’το στρατόπεδο μας έδιωξε
την κόρη του για σκλάβα του κρατώντας.

 

ΧΟΡΟΣ
Το σφάλμα των μικρών, καθώς εκείνοι,
μικρό είναι πάντα. Όμως οι μεγάλοι
πάντα γερά της σκέψης το τιμόνι
θα πρέπει να κρατάν. Γιατί αν λαθέψουν
το λάθος τους αθώους και τους ανεύτυνους
ξεθεμελιώνει.

 

ΚΗΡΥΚΑΣ
Ήρωα Παλαμήδη!
Κάτου εκεί στ’ ακροθαλάσσι ο θύτης
έχει τελειώσει τώρα τη θυσία,
κι ο Κάλχαντας ο μάντης απ’ τα σπλάχνα
των ιερών τη σοφή του λέει κρίση.
Ο Αγαμέμνονας έχει καλέσει
συνάθροιση κι’ αυτή είναι η διαταγή του:
Όλοι να μαζευτούν οι Βασιλιάδες
κάτου στ’ ακροθαλάσσι και ν’ ακούσουν
τα λόγια Του κι’ απόφαση να πάρουν
για τα μελλούμενα

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗ
Σε λίγο φτάνω!
Ακούσατε του κήρυκα τα λόγια.
Απάνω απ’ όλα η Πατρίδα στέκει!
Οίακα πάμε! Φίλοι μου πιστοί μου
μη φύγετε από δω, σε λίγη ώρα
από το βασιλικό μακριά το χρέος
θα φτερουγίσω δίπλα σας, να γίνω
τ’ αγνό Ναυπλιώτικο παιδί και πάλι
κι’ αντάμα σας να ζήσω της Πατρίδας
τις ώρες τις ωραίες. Δεν θ’ αργήσω.

(Φεύγει μαζί με τον Οίακα)

 

ΧΟΡΟΣ
Τιμή στα Νιάτα τα γερά τ’αδάμαστα
όταν η γνώση γερά τα κυβερνάει
τι η δόξα παραστέκει τα κι’ η φρόνηση στο πλάι.
Λουλούδι τ’Αναπλιού μας μοσκομύριστο
καμάρι μας, ελπίδα, παντοχή μας,
στο χρέος σου σύρε παίρνοντας στο δρόμο σου
την άδολη κι’ ολόψυχην ευχή μας.
Στων Βασιλιάδων των τρανών τη μάζωξη
σκόρπισε απλόχερα του λόγου σου τη χάρη
και δείξε της σοφίας σου τ’ ολόλαμπρο μαργαριτάρι.

 

ΜΥΡΡΑ

(Μπαίνει από τη δεξιά πάροδο)

Τραγούδι μάγο κι’ απαλό σαν όνειρο
τη μαγική του μουσική μ’ απλώνει
σα δρόσο της αυγής. Κι ω θάμμα, Κύπρη μου,
σκορπάνε της ψυχής μου οι πόνοι!
Ξένοι, όποιοι να’στε βλογημένη η ώρα
του ερχομού σας. Το αντίκρυσμά σας,
δεν ξέρω, τη βαρύθυμη καρδιά μου
χαράς την επλημμύρισε μεθύσι.
Του τραγουδιού τα λόγια που ως εμένα
εφτάσαν και τον πόνον μου γλυκάναν,
τα πρόσωπά σας και το ντύσιμό σας
με κάνουν να μαντέψω, πως…

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
…Του Παλαμήδη είμαστε φίλοι. Ορθά το μάντεψες
κι’ απ’ την Πατρίδα Του και τον Πατέρα
του φέρνουμε μηνύματα.

 

ΜΥΡΡΑ
Κι’ εκείνος;

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Το μήνυμά μας πήρε, μα δεν πρόλαβε
μαζί μας της Πατρίδας Του να νιώσει
πλέριο το χάδι. Το χρέος Τον κάλεσε
και πάει στη μάζωξη που’χει καλέσει
ο Αγαμέμνονας στ’ ακροθαλάσσι.

 

ΜΥΡΡΑ
Τον βρήκατε χαρούμενον ή σκέπαζαν
το μέτωπό Του οι σκιές της θλίψης;

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κι’ αν η καρδιά λαφριά ειν’ και φτερουγάει
όμως των αρχηγών ποτέ το μέτωπο
δεν μένει ξάστερο. Έγνοιες κι’ έφτυνες
το πλημμυράνε και το συννεφιάζουν.
Μα, κόρη μου ποια είσαι; Η θωριά σου
από βασιλική γενιά σε δείχνει
κι’ η ομορφιά σου σαν αστέρι λάμπει
και στα γαλάζια φωτερά σου μάτια
η καλοσύνη φέγγει της ψυχής σου!
Ύστερα, ω! συχώρα με το γέρο,
τα λόγια σου για Κείνον με λαχτάρα
σκορπάς κι’ αλαφροτρέμει σου το χείλο.
Του Παλαμήδη μας θα πρέπει να’σαι
συντρόφισσα πιστή, της ξενιτιάς του
τις θλιβερές ημέρες να φωτίζεις!

 

ΜΥΡΡΑ
Από βασιλικό κρατιέμαι δέντρο.
Θίβη λογιέται η χώρα η πατρική μου
και Θέσπις ο πατέρας μου και Μύρρα
είναι τ’ όνομά μου. Μα σαν την αηδόνα
τρέμω, που στη φωλιά της καρτεράει
το γλυκοφτεροκόπημα ν’ ακούσει
τ’αγαπημένου της ταιριού που λείπει.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Όμως δεν πρέπει να σε συνεπαίρνει
της άμετρης αγάπης σου ο φόβος.
Γιατί ο φόβος με βαρύ σκεπάζει
πέπλο το λογισμό μας, κι’ οδηγάει
σ’αστόχαστα έργα.

 

ΜΥΡΡΑ
Όμως κι’ η Αγάπη
κι’ εκείνη δύναμη έχει να μαντεύει…
Κι’ είναι το μάντεμά μου σαν τη νύχτα
τρισκόταδο. Κι’ ο φόβος που με ζώνει
βαρύς, πηχτός κι’ ανάστερος.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τι λόγια!
Πως κάτω από της τρελής σου Νιότης
την άνοιξη, πως ξέρεις να σκεπάζεις
τη φρόνηση που μόνο χιονισμένα
γεράματα κρατάνε!
Και μια και τα γεράματα ταιριάζεις
αντάμα με τα νιάτα σου, το βλέμμα
στα γερατειά μου και τα νιάτα ρίξε,
που αδελφικά και πατρικά σε ζώνουν
και μίλησέ μας άφοβα.

 

ΜΥΡΡΑ
Τούτην την ώρα κρίνεται ‘κει κάτου
του Παλαμήδη η τύχη!

 

ΧΟΡΟΣ
Ω! Ω! Ω! Ω!

 

ΜΥΡΡΑ
Δε θα’χε δέκα χρόνια έτσι μακρύνει
ο πόλεμος βαρύς κι’ αιματηρός
ανάμεσα Αιχαιούς και Τρώες, αν η διχόνοια
δεν φώλιαζε στα στήθη των Ελλήνων.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Διχόνοια! Ο μαυροσκούληκας που τρώει
γερά θεμέλια και γκρεμίζει κάστρα!

 

ΜΥΡΡΑ
Αιτία της διχόνοιας τούτης είναι
που τώρα ο Βασιλιάς, ο Οδυσσέας,
καινούργιους δόλους μυστικούς υφαίνει
γύρω απ’τον Παλαμήδη μου…

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μην τρέμεις.
Ο βράχος ειν’ εκείνος που απάνω του
κάθε μικρότητα σαν κύμα σπάζει!

 

ΧΟΡΟΣ
Παλαμήδη! Παλαμήδη! Παλαμήδη!
Είσαι ο κρινανθός ο πάλλευκος κι’ αγνός.
Αναπλιώτικο αψεγάδιαστο στολίδι
είσαι ο ξάστερος γαλάζιος ουρανός!
Κι’ αν τ’ αγκάθια Σε κυκλώνουν και Σε πνίγουν
Συ βαδίζεις με το μέτωπο ψηλά,
κι αν τα σύννεφα τη λάμψη σου τυλίγουν
οι Θεοί Σε προστατεύουν σιωπηλά!
Οι διχόνοιες Σε κυκλώνουν και τα μίση
μα η αγνότη Σου αλέκιαστη θα βγει
και του Μίσους το σκοτάδι θα φωτίσει
της λαμπράδα Σου η ροδόπεπλη αυγή!

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Τρέχοντας έρχουμαι, Κυρά καλή μου,
απ’τη συνέλευση στ’ακροθαλάσσι
μα πιο μπροστά ‘πομένα φτεροπόδης
ο σίφουνας πλακώνει!

 

ΜΥΡΡΑ
Όλοι δικοί μας ειν’ εδώ, μην κρύβεις
τους στοχασμούς σου. Μίλησέ μας, Κλείτε!

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Πως φτάσαν ως εκεί κι’ εγώ δεν ξέρω!
Πρώτα για το βαρύ λοιμό μιλήσαν,
κι’ ο Παλαμήδης με τον Αχιλλέα
αντάμα και τον Αίαντα ζητούσαν
απ’ το Μεγάλο Βασιλιά ν’ αφήσει
την όμορφη Χρυσηίδα να γυρίσει
ξοπίσω στον πατέρα της, σιγάζοντας
τη δίκια οργή του Φοίβου, που σκορπάει
γύρω μας τα θανατερά Του βελη!

 

ΜΥΡΡΑ
Ύστερα;

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Αστραπής τη γρηγοράδα
είχε αυτό που γίνηκε κατόπιν:
Καθώς βροντή βαθειά μες στον ορίζοντα
που προμηνάει την άγρια καταιγίδα
εβόγγηξε ο στρατός ξεφρενιασμένος
απ’το βαρύ θανατικό το εννιάμερο
και με το βόγγο του στα λόγια εστάθη
του Παλαμήδη και των άλλων δίπλα.
Κι’ ο Ατρείδης τη θολή ματιά Του αγέρωχα
τη λόξεψε στους τρεις, που, αψηφώντας
το σκήπτρο Του, κίνησαν ενάντια
και το στρατό του ακόμα.

 

ΜΥΡΡΑ
Τότε!

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Η βροντερή φωνή του Αγαμέμνονα
μίλησε κι’ είπε «τη Χρυσηΐδα αφήνω
ξοπίσω να γυρίσει στον πατέρα της.
Μα του Αχιλλέα το δώρο, η Βρυσηίδα,
απόψε πρέπει στο φαρδύ κλινάρι μου
το ορφανό, τη θέση της να πάρει».
Ο Αχιλλέας τότε εφτύς με λόγια
που η πλέρια οργή του τα’ φερνε στο στόμα
χτυπάει το Βασιλιά και χολιασμένος
τους Μυρμιδόνες παίρνει και φωνάζει
πως πια δεν θέλει την παλικαριά του
και τους πολεμιστάδες του στη δούλεψη
να βάζει κάτου από αρχηγούς ανάξιους.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Η φρόνηση ειν’ η πύλη που κρατάει
κλειστό το στόμα και το λογικό μας.
Κι’ όταν εκείνη ανοίξει από το χέρι
που το’δηγάει το Μίσος και το Πείσμα
τότες τα λόγια αστόχαστα πετάνε
και λέφτερα σκορπιούνται στους ανέμους.

 

ΜΥΡΡΑ
Ωστόσο για τον Παλαμήδη λέγε!

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Ο Παλαμήδης! Ω! Τα ωραία Του λόγια
καθώς βροχούλα πέφτανε σε κάμπο
κατάξερο, που ο ήλιος τον φλογίζει!
Ο Παλαμήδης μίλησε, κι’ αντρίκια
του απόδειξε ότι σωστό κι’ ορθό είναι
η γνώμη του αρχηγού καθώς πελέκι
βαρύ να πέφτει, καλοακονισμένο.
Μα πρέπει πάντα στις στιγμές τις κρίσιμες
το αυτί μπροστά στο πείσμα να μην κλείνει
κι’ όλων τη γνώμη και την κρίση ακούγοντας
στο δίκιο μπρος και την καρδιά του ακόμα
να θυσιάζει, το καλό μονάχα
φροντίζοντας.

 

ΜΥΡΡΑ
Και τότε;

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Ο Οδυσσέας π’ άγρυπνος ελόχευεν,
σαν είδε πως του ήρωα Παλαμήδη
τ’αντρίκια λόγια, το βουερό το κύμα
του πλήθους σίγασαν και σαστισμένα
χαμήλωσαν τα βλέφαρα, ως να το θάμπωσαν
μπρος στον τρισμέγαλο τον ήλιο Εκείνου,
πάνω τινάχτη ‒α! τι στιγμή ήταν ‘κείνη!‒
και φώναξε: «Ντροπή για μας και το στρατό μας
στον αρχηγό μας συμβουλές να δίνουν
εκείνοι που τους ώμους τους βαραίνει
το ασήκωτο βουνό της υποψίας!»

 

ΜΥΡΡΑ
Ωιμέ! Ωιμέ! Η Οχέντρα το φαρμάκι της
ευρήκε τον καιρό για να το ρίξει.

 

ΧΟΡΟΣ
Μακριά απ’ Αυτόν κάθε υποψία στέκει!

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Ως πέλαο βαθύ π’ αναταράζει
του Ποσειδώνα η τρίαινα η πελώρια
σάλεψε το στρατόπεδο!
Μα να! Κι’ ο Διομήδης στου Οδυσσέα
το πλάι τώρα στέκεται και κραίνει
πως ναι, σωστά ο Οδυσσέας μίλησε
και ναι, η κατηγόρια που βαραίνει
τον Παλαμήδη είναι τρανή κι’ αβάσταχτη!

 

ΜΥΡΡΑ
Ωιμένα, ωιμέ! Προφήτισσα καρδιά μου
πως το κακό το μάντεψες! Κατόπιν;

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Τέτοιος ήταν ο σάλαγος που απλώθη
κι’ έτσι οι φωνές και τα ουρλιαχτά μπερδεύτηκαν
που δεν ξεχώρισα τι είπαν πιο κάτου.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Και Κείνο;
Ήτανε γαλήνια η όψη Του
και ξάστερη η ματιά Του!
Μα κρυαδίζει την καρδιά μου ο φόβος
γιατί…

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κουβαλητή κακών! Τι άλλο
κακό θα φτερουγίσει από το στόμα σου;

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Του Σκάμαντρου το βαθύ ρέμα ως πέρασα
και κατηφόρισα να σ’εύρω, αντίκρυσα
πλήθος μικρόπουλα να φεύγουν τρομαγμένα.
Και σύνωρα όρνιο μαύρο απ’ τ’ ακροούρανα
χιμάει και κει μπροστά μου σπάραξε
μια περιστέρα και τα νύχια του έβαψε
στ’ άλικο αίμα της.

 

ΜΥΡΡΑ
Ωιμένα, ωιμένα!

 

ΧΟΡΟΣ
Ω τριαλλοί μου που’σκισα τις θάλασσες
και τα ογρά του πόντου μονοπάτια.
Ω. Τρισωιμένα, ωιμένα τι μου μέλλεται
τ’ αυτιά ν’ ακούσουν και να δουν τα μάτια!

 

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Ακούστε. Φαίνεται όλοι δώθε ερχόνται!
Το ποδοβολητό τη γης τραντάει!
Πάω, τι δεν πρέπει πιότερο να μένει
το απλό μυαλό μου κάτου από τον ίσκιο
των βασιλιάδων. Τη σιωπή σας θέλω
για δώρο μοναχό στο μήνυμά μου!

 

ΜΥΡΡΑ
Σκοτείνιασε η ψυχή μου, κι’ ένα κλάμμα
πικρό σαν τη ναλόη με φαρμακώνει
Που να κρυφτώ; Ψυχρές πνοές μ’ αγγίζουν
κι’ ίσκιοι θανάτου απλώνουν.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Στη σκηνή σου
τράβα και κλείσου, κόρη αγαπημένη.
Η θέση σου ειν’ εκεί, μικρή μου Μύρρα!

 

ΜΥΡΡΑ
(Μπαίνει στη σκηνή του Παλαμήδη)

 

ΧΟΡΟΣ
Ω! Τρισαλλοί μου που’σκισα τις θάλασσες
και τα ογρά του πόντου μονοπάτια!
Ω! Τρισωιμένα, ωιμένα τι μου μέλλεται
τ’αυτιά ν’ ακούσουν και να φουν τα μάτια!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μοίρα του ανθρώπου! Πόσα ξεγελάσματα
του στένεις στης ζωής το πανηγύρι,
και συγκερνάς χαράς και πόνου αντάμωμα
στης ζήσης το πικρόγλυκο ποτήρι!
Οι ώρες κυλάν‒κυλάν ακούραστα
κι’ απλώνει τα σταχτιά φτερά του ο Χρόνος!
Τη μια η Χαρα μας γνέφει με χαμόγελο
την άλλη μας κεντάει τα σπλάχνα ο Πόνος!

 

ΧΟΡΟΣ
Όμως ας μη δειλιάμε! Μες το πέλαγο
και στη βαριά της Μοίρας καταιγίδα
ας αρμενάμε, Πίστη το καράβι μας
και πλώρη του η Ελπίδα!
Το μάτι των Θεών κοιτάει τ’αλάθευτο
και στεφανώνει κάθε ωραίο κι’ αντρίκιο!
Το Ψέμμα πέφτει και ψηλώνει ολόκορμο
το Δίκιο!

(Μπαίνουν οι Βασιλιάδες μαζί με τον Παλαμήδη. Ακολουθούν στρατιώτες.)

 

ΑΓΑΜΕΜΝΝΟΝΑΣ
Ήρωα Οδυσσέα! Μια και ζήτηξες
να’ ρθουμε στη σκηνή του Παλαμήδη
κι’ εδώ μπροστά θέλεις την υποψία
που πέρα κει για κείνον την ετόξεψες
πλέρια στα μάτια μας να ξετυλίξεις
χεροπιαστές τις αποδείξεις δίνοντας,
να που λοιπόν η πιθυμιά σου εγίνη!

 

ΑΙΑΝΤΑΣ

(δείχνοντας τον Οδυσσέα)

Τώρα την κατηγόρια του προσμένουμε

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κράτα τη βιάση σου!

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Το δίκιο μας
μας το προστάζει. Κι’ όταν κείνο αστράψει…..

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τότες;

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Τότε εγώ μονάχα ξέρω
πως τις φαρμακερές οχιές πατάνε…

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
…Και πως τις λιώνουν κάτω από τη φτέρνα!…

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Μόνο η Αλήθεια, εκείνη μόνο ξέρει,
λάμποντας με τ’ ανέσπερο το φως Της
που καίει, τους κακούς να τους συντρίβει!

(στον Αγαμέμνονα)

Το αμόλευτο λουλούδι της Τιμής μου
στα χέρια σου! Διαφέντεψέ το, Ατρείδη!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Βαρύ το χρέος του αρχηγού και πέφτει
ασήκωτο και γέρνει μου τον ώμο!

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ

(Δείχνοντα τον Π.)

Όποιος δεν ξέρει τη βουλή την άνομη
που κρύβεις κάτου απ’ τα σοφά του λόγια…

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Τα λόγια του και τα έργα του το δείξαν
πως όλα για τη Νίκη τα’χει ΄δωσει!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μα ήρθε η ώρα, που κι εσύ θα νιώσεις
πως πάντα για τ’ αντίθετο επάσκιζε….

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Τι λες; Με βιά καθάριστο!

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Μολόγα

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ε! Ναι λοιπόν! Κι’ εγώ σας το φωνάζω.
Κι’ ο αγέρας ας βουίξει. Είναι Προδότης!!!

 

ΧΟΡΟΣ
Ω! Ω! Ω! Ω!

 

ΑΙΑΝΤΑΣ

(ορμώντας)

Του θάνατου το χέρι
το στόμα σου το απύλωτο θα βράξει!

(Σάλαγος! Χιμάνε οι λίγοι Ναυπλιώτες‒στρατιώτες της ακολουθίας του Παλαμήδη. Οι φρουροί σταυρώνουν τα δόρατα).

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Αίαντα στάσου! Όλοι σας σταθείτε

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Το χνώτο του τη γης μολεύει!…

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Στάσου…
Ντροπή σας που τα όπλα σας γυρίσατε
στους αρχηγούς ενάντια. Ο Αγαμέμνονας
είναι μπροστά. Ακόμα δεν εμίλησε!
Εκείνο υπακούσατε! Τι η φωνή Του
ειν’ της Πατρίδας η φωνή!

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Ετούτος ο Προδότης με τα έργα του
το μίασμα στην Ελλάδα έχει σκορπίσει
κι’ ακόμα εγώ την προδοσιά του πιότερο
πιο δυνατά και πιο βαριά τη νιώθω.
Γιατί το Ναύπλιο πόλη είναι γειτόνισσα
μετ’ Άργος μου το πολυξακουσμένο
κι’ ειν’ αδελφές οι πολιτείες˙ γελούμενες
αντίκρα η μια την άλλην αγναντεύουν
και χρόνια ζούνε αντάμα κι’ αγαπιούνται

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Καλά το λες! Του Δαναού η τρισέβαστη
μορφή, τις δυο μας πολιτείες ενώνει
και εγγόνια κείνου είμαστε κι’ οι δυο μας.
Το ίδιο αίμα τρέχει μεσ’ τις φλέβες μας.
Γι’αυτό και εγώ ζητάω να ξεδιαλύνουμε
της υποψίας τ’αχνάρια, γιατί θέλω
και του Ναυπλίου και τ’ Άργους ναν’ τα μέτωπα
αλέκιαστα, παρθένα και καθάρια

 

ΧΟΡΟΣ

στρ. α’

Ωιμέ! Βαριά π’ απλώθηκαν τα σύγνεφα
κι’ αντάμα Ναύπλιο και Άργος τα σκεπάζουν
κι’ οι Αργείτικες καρδιές και οι Ναυπλιώτικες
θλιμμένες και βαριόμοιρες στενάζουν.

αντ. α’

Όμως, ω Ποσειδώνα μας, βοήθησε
ο ήλιος της αλήθειας ν’ανατείλει
και τις αχτίδες του χρυσές χαρούμενες
στις δυο μας πολιτείες να ξαναστείλει.

στρ. β’

Και συ της Ήρας πολιτεία Πανέμορφη
Άργος, ω πόλη μάνα κι’ αδελφή μας,
ό,τι κι’ αν γίνει σαν πετράδι ατίμητο
πάντα θα λάμπεις μέσα στην ψυχή μας.

αντ. β’

Γιατί Εσύ την Αμυμώνη στέλνοντας
της ζήσης μας ορθάνοιξες τη θύρα
μαζί τον ίδιο δρόμο ανηφορίζουμε
και η ίδια τις δυο μας κυβερνάει Μοίρα.

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Ω τρισμέγαλοί μου θεοί του Ολύμπου
Και σεις ω δίκαιοι κριτές του Άδη!
Ξεκάθαρο τώρα το νου κρατήστε μου!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Γιε του Λαέρτη! Χρέος σου ν’ αποδείξεις
το λόγο που ξεστόμισες….

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Σταθείτε
Γιατί στ’αλήθεια, άδικα θα λογιέμαι
των Βασιλιάδων Βασιλιάς, αν τώρα
δεν κυβερνήσω του στρατού το διάκι
με χέρι που δεν τρέμει.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η Κατηγόρια
είναι πελώρια…

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
…Μόνο εγώ διατάζω!
Τα λόγια φτάνουν τώρα, και τα έργα
του μάταιου λόγου ας πάρουνε τη θέση!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι λέω! Η Προδοσία του ειν’ ολοφάνερη!
Κι’ εγώ που σας μιλάω, νυχτιές ολάκερες
σκιά θαρρείς, τα βήματ’ ακολούθαγα
της σκλάβας του. Κι’ είδα που, ξεγελώντας
τους άγρυπνους φρουρούς μας, στην Τρωάδα
επήγαινε˙ και πίσω στη σκηνή του
ξαναγυρίζοντας, του Πριάμου μήνυμα
μυστικό του’ φερνε.

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Ω! Τόσο αλήθεια
θα’ναι κι’ αυτό, στοχάζουμαι, όσο η τρέλλα σου,
σαν έσπερνες το χτήμα σου μ’αλάτι!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μακάρι, καθώς κείνη, να’ταν ψέμμα!
Μα οι αποδείξεις….

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Δείχτες!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Στη σκηνή του
φωνάζουν όλα εντός μου πως αν ψάξουμε,
ακέρηες θαν τις βρούμε!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Δεν υπάρχουν
Κέρβεροι στη σκηνή του Παλαμήδη!
Καθένας είναι λεύτερος να ψάξει!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ

(στον Οδυσσέα)

Πρόσεξε Οδυσσέα! Τι απάνω σου
μεγάλη εφτύνη παίρνεις! Κι’ απ’ τους δυό σας
ο ένας θα χαθή!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τι λες, Ατρείδη!
Φως είναι η Προδοσά του. Και κει μέσα
τη φλόγα της γοργοσαλεύει!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Σύρε!
Κι’ ο Αίαντας μαζί σου, ας προστατέψει
τον Παλαμήδη, φίλος του σαν που’ναι.
Και μάρτυρας ας είναι για το δίκιο.
Αντάμα ψάχτε!

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Το πικρό ποτήρι
θα πιω ως το κατακάθι, Παλαμήδη!
Της κατηγόριας θα γευτώ την πίκρα.
Μα σαν φανεί η Αλήθεια…. τότε! ω τότε!….

(Μπαίνουν στη σκηνή του Παλαμήδη)

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Και συ Ναυπλιώτη γέρο, που κοιτάζεις
με μάτι ογρό, και του Ναυπλίου τα νιάτα
με χέρι κυβερνάς πιδέξιο, χαίρουμαι
που καρτεράς γαλήνιος κι’ αποδείχνεις
τη φρόνηση των τόσων γερατειών σου!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μεγάλε Βασιλιά,τα ωραία σου λόγια
στ’ αλήθεια με τιμάν. Μα μάθε ακόμα
πως η γαλήνη κάποτε σκεπάζει
την τρικυμιά που δέρνει την ψυχή μας.
Και στέκω γαληνός, γιατί προσμένω
την κρίση των Θεών, που πάνω στέκει
απ’ των θνητών τα έργα, και το ψέμμα
τα κουρελιάει στα πόδια της η Αλήθεια!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Ε! Γέρο! Μάθε πως οι Θεοί, στο χέρι
των Βασιλιάδων το’δωκαν το Δίκιο.
Κι’ αυτοί πάνω στη γης το διαφεντεύουν!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τρανή η κληρονομιά, τρανές κι’ οι εφτύνες.

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Σωστά, καθώς το λες: τρανές κι’ οι εφτύνες.
Μα οι ώμοι μου γεροί ‘ ναι και κρατάνε.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Δεν είπα το ενάντιο!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Γέρο! Ε Γέρο!
Φαρμακερές σκορπίζεις τις σαΐτες
με τα πολλά σου χρυσωμένες λόγια.
Το δίκιο εδώ ζητάμε. Και πασκίζουμε
να βρούμε την πρεπούμενη τη λύση.
Ό,τι είναι δίκιο θα γενεί!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Το νιώθω!
Μόνο και νου και μάτι ακόνισέ τα.
Γιατί το λάθος, σαν γενή βαραίνει
και τ’ άδικο, αν γενή, σπαθί θα στέκει
πάνω στους που ασυλλόγιστα το πράξαν.

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Τις συμβουλές σου αν δέχεται στοχάζουμαι
κει κάτου ο Βασιλιάς σου!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Πάντα Εκείνος
πλάι στα λαμπρά της γνώσης Του πετράδια
συνταίριαζε και τα φτωχάτα βότσαλα
που οι ταπεινές του δίναν συμβουλές μας.

 

(Συγκαιρινά με τα στερνά τούτα λόγια ακούγεται μεσ’ από τη σκηνή το ουρλιαχτό της Μύρρας, κι’ αμέσως κατόπι, προβαίνει ο Οδυσσέας θριαμβικά, κρατώντας με τόνα χέρι το χρυσάφι και τα γράμματα με τ’άλλο σούρνοντας τη Μύρρα˙ Ακολουθάει με χαμηλωμένο το κεφάλι σιωπηλός ο Αίαντας).

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Α! Ναι! Να που στεφάνωσε η Αλήθεια
τα λόγια μου κι’η Αθηνά, η Θεά μου,
με βόηθησε να ξεσκεπάσω πλέρια
την προδοσιά την άτιμη! Στα χέρια μου
τα γράμματα κρατάω που μολογάνε
την άπατη άβυσο της προδοσιάς του!
Ευχαριστίες του στέλνει ο γέρο‒Πρίαμος
και τον ‘δηγάει πως θα μπορέσει γρήγορα
τον άξιο μας στρατό να παραδώσει!
Κι’ ακόμα: κοίτα τούτη δω τη σκλάβα του!
Ετούτη Βασιλιά, των Βασιλιάφων,
του πήγαινε τα μαντάτα στην Τρωάδα
και του’φερνε ξανά πίσω γυρίζοντας
της άτιμής του πράξης το χρυσάφι
το μολεμένο!
Διάβασε, αφέντη του στρατού, Ατρείδη διάβασε!
Κοίτα τα γράμματα π’ανάμεσά τους
‒τέρας κιτρινοπράσινο‒ διαβαίνει
η προδοσά του που τα λόγια σβήνουν
παγώνουν στο λαρύγγι και δε δύνουνται
να βγουν και γύρω να τη μολογήσουν!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ

(παίρνει το γράμμα και παρατηρώντας τον Αίαντα που στέκει με σκυφτό κεδάλι και σταυρωμένα χέρια).

Του Αίαντα το γερμένο κεδάλι
κι’ απ’ αυτά πιότερο μου μολογάει
κι’ αληθινά τα λόγια σου μου δείχνει.
Κι’ η ασημοφύλλα η λεύκα που θροούσε
περήφανη ως τα χτες, δείχτη μικρότερη
κι’ απ’ το χροτάρι ακόμα. Η κατηγόρια
ακέρια σε βαραίνει Παλαμήδη!
Απολογήσου! Κι’ αν θα βρεις στοχάζουμαι
δύναμη τόση για ν’ανασηκώσεις
την πέτρα που το στήθος σου βαραίνει!
Κι’ α θα μπορέσεις να’ βρεις λόγια, σκέφτουμαι,
για δίκιωμα της πράξης σου της όμορφης!
Ω! Τ’ όνομά σου κύλησε στα τάρταρα
κι’ αντίς για κείνο τ’ όνομα: προδότης,
σε παραστέκει. Αυτό που στην Ελλάδα μας
αντάμα περπατάει με την Κατάρα!

 

ΧΟΡΟΣ
Πιότερο απ’ το δικό Του το σκοτάδι
τη πίκρα του γονιού Του συλλογιούμαι!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(Μονολογάει)

Δεν ειν’ αλήθεια! Ο Όλυμπος το ξέρει
και τώρα θα τραντάει συθέμελά του!
Θεοί! Ποτές δε μπόρεια να πιστέψω
πως πάει τόσο πολύ βαθειά το Μίσος!

(Στον Οδυσσέα)

Εγώ’μαι η δρυ! Μα το φτωχό, Οδυσσέα,
λιγνό δεντρί, δεν τ’ώλπιζα ποτέ μου
πως υα ξερίζωνες για να το ρίξεις
στης όχθρητάς σου τη γιγάντια φλόγα!
Εγώ το χτύπημά σου πάντα πρόσμενα.
Μα Εκείνη, που’ναι αγνή σαν πέλαου αύρα,
τι τη μολεύεις; Θα χιμήξω….

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Στάσου!
Ας τα καμώματα! Τα λόγια κράτα!
Στα φρένα σου το χαλινάρι βάλε
και κοίτα να’βρεις δύναμη ν’αντέξεις!
Είναι βαρύ το χτύπημα που δέχτεις.

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Κι’ η κρίσιμη στιγμή που να λαχαίνει
να δείξεις της σοφίας σου το θάμμα!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Έλα να τ’αποδείξεις όλα τούτα
πως είναι ψεύτικα, αλλιώς αντρίκια
την άναντρή σου πράξη να ξεπλύνεις.
Α! Παλαμήδη! Ο βόγγος δέκα χρόνων
και το αίμα που τη γη έχει ποτίσει
δε στάθηκαν τρανά να πισωστρέψουν
το έργο σου τ’άνομο, κι’ ως λαμποκόπησε
χρυσάφι μπρος στα μάτια σου, θαμπώθης
και το βαρύ τον όρκο στην Ελλάδα
λησμόνησες!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Στην όμορφη χλαμύδα
της συμβουλής, πως ξέρεις να τυλίγεις,
Μεγάλε Βασιλιά, την ειρωνεία!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι! Οι Θεοί που τώρα εσύ λατρεύεις:
η Προδοσιά και το θαμπό Χρυσάφι,
Προδότη θα σε λιώσουνε σα σκούληκα!
Κοίτα! αναμαλλιάρες τρέχουν πίσω σου
οι εκδικήτρες Θεές, οι Εριννύες,
κι’ ανήλεες, τα μακριά γαμψά τους νύχια
θα μπήξουν στο κορμί σου!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(στον Αγαμέμνονα)

Ακόμα θεόρατες
πυργώνονται οι φωτιές που έχει ανάψει
το πρώτο σου το σφάλμα και ξαστέρωσε
το νου σου, για να μην το δευτερώσεις!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Εγώ το σέβας τότες μες το στράτευμα
ήθελα να στεριώσω. Όμως ο βόγγος
που ενάντιά μου από το στρατό απλώθη
δικό σου, βλέπω τώρα, έργο πως ήτανε.
Συ ήθελες το στρατό να ξεσηκώσεις,
και τ’άνομο το έργο σου πιο λεύτερα
και με πιο σιγουριά να το πετύχεις!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(Μονόλογος)

Το ειρωνικό ακούω το γέλιο του Έκτορα,
και οι κατάρες της γριάς Εκάβης
αλλοίμονο, αρχίζουν ν’αληθεύουν!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Τις συμβουλές σου τώρα τις ανώφελες
για σένα φύλαξέ τες, που σου πρέπουν.

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Σα μαχαίρια
τα λόγια σου μου μοιάζουν Οδυσσέα.
Και τεχνικά και τούτα τα σκορπίζεις
σαν τα τρανά τα έργα σου. Μα ξέρε
πως κι’ αν πέσω κάτου από το χτύπημα
της Μοίρας μου, μια μέρα η Αρετή μου
Αυγερινός, θα λάμψει. Γιατί εκείνη
αγέρωχο καράβι μέγα μοιάζει
που, ενάντια στους ανέμους και στο μάνιασμα
του Ωκεανού γαλήνια ορθοπλωρίζει,
ώσπου τ’ απάνεμο τ’αραξοβόλι
το γαληνό, της Δόξας το πλευρίζει!

 

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Μεγάλε Βασιλια! Τι τώρα κάθεσαι
και χάνεις λόγια στον αγέρα. Οι ώρες
χειροπιαστές περνάν και τρέχει ο Φοίβος!
Ας πάμε στη συνέλευση και κείνη
ας κρίνει κι’ α δικάσει!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Δίκια μίλησες
Ας πάμε κι’ ας ακούσουμε.

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(Μονόλογος)

Ν ‘ αποκριθώ; Δεν πρέπει! Όλα χάνονται
κι’ οι Τρώες να! Χυμάν! Κατηφορίζουν
κι’ η Νίκη φτερουγάει!

(δυνατά)

Θα σωπάσω.
Κι’ όσοι τα δέκα χρόνια αυτά μ’ εγνώρισαν
κι’ είδανε της ψυχής μου το κρουστάλλι
ας κρίνουνε κι’ ας πουν. Αυτά για μένα!
Πετάω τον οίκτο σας! Μόνο για κείνη
παρακαλώ, τ’αγνό, τ’ αθώο πλάσμα!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Μαζί μας τα στερνά σου λόγια παίρνουμε
και πάμε στη συνέλευση. Το χρέος
κει καλεί και μας καθώς και σένα.
Εκεί ο στρατός προσμένει να γυρίσουμε
κι’ εκεί ας τελειώσουν όλα!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Η γεννιά μου,
η αρχοντική Ναυπλιώτικη γεννιά μου
στις προσταγές αυτών που κυβερνάνε
με δίδαξε με σέβας να υπακούω.
Τώρα, αυτή η γεννιά η αρχοντική μου
για λίγο να παρασταθώ με κράζει
δίπλα στους πατριώτες μου. Κι’ ως είμαι
ο αρχηγός τους, κείνα που ταιριάζουν
στον αρχηγό τα λόγια να τους πω. Κατόπι
το ξέρω απ’ τον καθένα σας καλύτερα
που μ’ οδηγάει το χρέος και πως υψώνονται
σα γίγαντες, περήφανα φορώντας
της Αρετής τ’ αμάραντο στεφάνι,
Βασιλικά, καθώς εγώ, όσοι ζήσαν
Βασιλικά, τον πυρωμένο ανήφορο
τραβάν με δίχως βόγγο!

 

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ

( Με φαρδιά χειρονομία προς όλους κι’ακόμα και την ακολουθία του Π)

Όλοι ας πηγαίνουμε!

(στους στρατιώτες του)

Εσείς σταθείτε πλάι του, κοντά του!

(Ο Αγαμέμνονας κι’ οι άλλοι φεύγουν. Ο Οίακας ακολουθάει κι’ αυτός μηχανικά)

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(στον Αίαντα που περνάει τελευταίος μπρος του)

Φίλε! Γιατί η ματιά σου χαμηλώνει
και ξεγλιστράει απ’ το δικό μου βλέμμα;
Μη ο μαυροσκούληκας της υποψίας
την ξάστερη καρδιά σου τριβελάει;

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Καθώς Θεόν εσένα είχα λατρέψει
και στη σοφή σου πίστευα την κρίση!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Άκου! Σ’ εσένα θα το πω. Μη σκύφτεις
θλιμμένος το κεφάλι. Ιδές τον ήλιο
και στην καρδιά σου….

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
……Α! Πως κουδουνάει
το χρυσάφι και σκεπάζει τη φωνή σου!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
….Κράτησε
τη θέση της Τιμής που μου ταιριάζει.

 

ΑΙΑΝΤΑΣ
Τα μάτια μου, ως διαβάσαν, όλα κείνα
κάνανε την αγάπη μου για σένα
καπνό που σβη και χάνεται και πάει

(φεύγει συντριμμένος)

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Φίλε….Δεν ειν’ αλήθεια…. όχι… Δεν πρέπει….

(συνέρχεται)

Κι’ όμως…. έτσι ειν’ καλύτερα και έτσι
ας γίνει. Ας απλωθεί η Σιωπή μου.

(Προχωράει κατά την αριστερή πάροδο. Στέκεται παρατηρεί προς το βάθος)

 

ΧΟΡΟΣ
Καθώς ο Βράχος τ’ Αναπλιού πυργώνεται
κι’ αγνάντια στον Νοτιά ολόθρος στέκει
έτσι κι’ Αυτός, σα βράχος, τώρα δέχεται
του μίσους το βαρύ τ’ αστροπελέκι!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(σ’ έκσταση)

Το Θείο κορμί Σου, Αρετή, τρεκλίζοντας σαλεύει
και δάκρυα’πο το βλέμμα Σου σταλάζουν το γλαυκό!
Τον άσπιλο χιτώνα Σου κοιτάζω τον λευκό
που των κακών η χλεύη τον μολεύει!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Δέκα περάσαν χρόνια που η Πατρίδα μας
Σου αρμάτωσε τρικάταρτο καράβι
κι’ ήτανε το πρωί σαν ανοιξιάτικο
κι’ αναγαλλιάζαν θάλασσες και κάβοι!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
….Τρεκλίζεις, μα δε σταματάς!
Γέρνεις, μα προχωράς!
Κι’ αν σκίζουν τον χιτώνα Σου των βέβηλων τα χέρια
Εσύ τραβάς, ματόβρεχτη, γαλήνια καιφοράς
στεφάνι ολόλαμπρο, κι’ αγνή ψηλώνεις ως τ’ αστέρια!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
….Κι’ έφυγες και μαζί Σου πήρες φεύγοντας
την κάθε μας ελπίδα και χαρά μας….
Κι’ έφυγες και φτερούγισαν αντάμα Σου
οι πόθοι μας και τα γλυκά όνειρά μας!
Και καρτεράει ο Λαός Σου, στο Θεό του δέεται
γερό στην αγκαλιά του να Σε φέρει.
Πα’ στα φτερά της Νίκης σ’ονειρεύεται
και που να ξέρει αλλοί μου, που να ξέρει!….

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
…Διαβαίνεις ακατάλυτη Μεγάλη μου Κυρά
σαν όλα τα Μεγάλα και τα Ωραία!
Το αίμα,στυλώνει, των αγνών το Θρόνο Σου γερά
ΙΔΕΑ!

 

ΧΟΡΟΣ
Ριζικό των Μεγάλων ν’ανεβαίνουνε
δρόμους μ’ αγκάθια πλέριους και λιθάρια!
Μα ο Ανθός της Αρετής τους γιγαντώνεται
μεσ’ απ’ τα ματωμένα τους τα χνάρια.

(Ο Παλαμήδης απομένει στην ίδια στάση της εσώτερης έκστασης. Ακούγοντας τα στερνά λόγια του χορού γυρίζει προς το μέρος του)

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Το κύμα βλέπω της αμφιβολίας
που ορμάει να πνίξει το τρανό καράβι
της άμετρης αγάπης και της πίστης
που νιώθετε για μένα Κι’ Α! Τα βλέπω
κοράκια μαύρα γύρω απ’ την ψυχή σας
τα λόγια των κακών να φτερουγάνε
και τον μεγάλο της αλήθειας ήλιο
να κρύβουνε. Γι’ αυτό κοντά σας έμεινα!
Και σεις πιστοί μου φίλοι, που μαζί σας
κει κάτω εχαιρόμουν της μέρας
το φως και του ίδιου κόρφου η χαρωπή αύρα
τα παιδικά νανούρισε όνειρά μας,
εσείς τα λόγια θε ν’ακούστε τώρα
και, μπρος στα μάτια σας, θα φανερώσω
αυτό που απ’ τους άλλους έχω κρύψει!

 

ΧΟΡΟΣ
Μίλησε! Τη μιλιά σου καρτεράμε!
Κι’ ήρθε η στιγμή τα λόγια σου να λύσουν
τη σιωπή που τώρα σε σκεπάζει!
Το σάρκωμα είσαι του Καλού, το νιώθουμε
κι’ ο Φθόνος πως εκύκλωσε νογάμε
την Αρετή Σου. Μα τα σοφά λόγια Σου,
τα λόγια Σου, στη γης ας απλωθούνε
απάνω στις φτερούγες της Αλήθειας
και την αγνότη ας ψάλλουνε στον κόσμο
του Βασιλιά μας!

 

ΜΥΡΡΑ

(ανασηκώνοντας το κεφάλι. Λυγμικά)

Το παρακάλιο σκλάβας ταπεινής Σου
που πάντα πιστά Σ’ έχει λατρέψει
υψώνεται ως Εσέ. Και τώρα τρέμοντας
λέει η φωνή μου: Λύσε τη σιωπή σου
Κύρη, ακριβέ μου!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Τα λόγια των αντρών τώρα σαν στάχυα
περήφανα ανεμίζουν, μεστωμένα!
Είναι οι στιγμές μεγάλες! Έλα, σώπασε
και σύρε στη σκηνή σου. Τις φουρτούνες
μονάχα ο άντρας δέχεται κι’ αντέχει.

 

ΧΟΡΟΣ
Τα έργα Σου και τώρα ακόμη δείχνουν
πως πάντα η σωφροσύνη παραστέκει
και κυβερνάει το Βίο Σου!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Κατάρα, λες, βαραίνει τη Φυλή μας
το μίασμα τ’ ομπιασμένο της Διχόνοιας!
Και σκάφτει τα θεμέλια της Γεννιάς μας!
Και το αίμα και το θάνατο σκορπάει!
Αυτή η κατάρα εδώ και δέκα χρόνια
τον άξιό μας στρατό ακολουθάει
και τα φαρμακερά της βέλη ανήλεα
βαθειές πληγές τ’ ανοίγουν.
Ετούτης της Διχόνοιας έργο σκοτεινό
είναι αυτό που μπρος σας ξετυλίχτη!

 

ΧΟΡΟΣ
Και το χρυσάφι και τα γράμματα;

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Διχόνοιας
είναι τα σύνεργα!

 

ΧΟΡΟΣ
Κι’ ο Αγαμέμνονας
κι’ οι άλλοι κι’ ο Οδυσσέας;

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Διχόνοιας δούλοι!

 

ΧΟΡΟΣ
Και συ γιατί σωπαίνεις; Σα λεπίδια
τα λόγια σου ας αστράψουν, Παλαμήδη!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Γιατί σωπαίνω; Οι μικροί μονάχα
κάτω απ’ τα λόγια προσπαθούν τη γύμνια
της ψυχής να κρύψουν. Σωπαίνουν οι καλοί!

 

ΧΟΡΟΣ
Σωπαίνοντας πεθαίνεις!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Κάθε Ιδέα
διψάει από το θάνατο, και το αίμα
τον αψηλό σκοπό γερά στεριώνει,
πορφυρένιο ρέαοντας!
Μιλώντας ξεσκεπάζω! Το ξεσκέπασμα
το σάλαγο στο στράτευμα θα φέρει.
Η πίστη θα χαθεί που τρέφει τώρα
στον Αγαμέμνονα, τους Βασιλιάδες!
Κι’ η πίστη σα χαθεί, κι’ όταν θα νιώσουν
πως Κείνοι που τους κυβερνάνε πέφτουν
στης ποταπότητας το λάκκο, τότες
μακριά πετάει ο στρατός το σέβας,
στους αρχηγούς που τρέφει, κι’ αχαλίνωτος
‒κοπάδι αλαφιασμένο‒ ξαμπολιέται
κανένα δε γροικάει. Και τότε η Νίκη
για πάντα φτερουγάει και πάει και χάνεται!
Την Αρετή μου την τρανή προδίνω
η Σάρκα όταν λυγάει!

 

ΧΟΡΟΣ
Πελώριο Θάμμα!
Αστράφτει η Αρετή Σου Βασιλιά μας
και με τα λόγια Σου οι Θεοί μιλάνε!
Μα εμείς που την απάτητη κορφή Σου
δε φτάνει ο λογισμός μας, κι’ η καρδιά μας
πιο πάνω από το νου μας πάντα στέκεται,
κλαίμει, ωιμέ, και λέμε: Πώς να φέρουμε
κει κάτω το βαριόπικρο μαντάτο.

(ένας απ’ το χορό)

Πώς να γυρίσει πίσω τώρα φέρνοντας
τη συμφορά το πλοίο μας, που μ’ αγέρι
ανάλαφρο η γλυκειά ελπίδα το’σπρωχνε
κοντά Σου να μας φέρει!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Τα ντρέπουμαι τα Νιάτα
που’χουνε τα φτερά ψαλιδισμένα
και σέπονται σιμά σε βαλτονέρια.
Ορθό κορμί! Ωραίο θα’ν’ το καράβι σας
στου γυρισμού του το μακρύ ταξίδι
κι’ αγέρωχο θα πλέει πάνω στα κύματα

(Μικρή πάψη)

Κι’ όταν ρωτάει ο αφρός του μαύρου Πόντου:
«Αφού τον Παλαμήδη στην Πατρίδα
ξοπίσω ζωντανό δεν τον γυρίζετε
τι φέρνετε Μεγάλο αντίς για Κείνον
και τραγουδάτε;»

(Μικρή πάψη)

Και σεις ορθοί, ‘πα’ στ’ άλμπουρα, με μέτωπα
ψημένα απ’την αλμύρα και τον ήλιο
και βλέμμα που θα λάμπει φεγγοβόλο
θα λέτε: Πίσω στην Πατρίδα φέρνουμε
κάτι από Κείνον πιότερο Μεγάλο
που αγέραστο θα μένει στους Αιώνες:
την άσπιλη ΤΙΜΗ!

 

ΧΟΡΟΣ
Ποσειδώνα, Θεέ, βοηθέ και σωτήρα μας
στις στιγμές μας τις κρίσιμες
μακριά μη μένεις.
Τη γιγάντιά Σου ανέμισε
τη βαρειά Σου την τρίαινα
και τα κύματα μέριασε
της σκληρής Ειμαρμένης.
Μάκρυνέ Του το Θάνατο
που κρυερός τον κυκλώνει
και γερόν ξαναδώστον μας
‒της χαράς μας πηγή‒
ή τα μάτια μας νέκρωσε
να νυχτώσει το φως του
να μη βλέπουν το βόρβορο
που λερώνει τη γη!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(στον Οίακα που, ψυχικό συντρίμμι, μπαίνει στη σκηνή με λυγμούς)

Κι’ ειν’ ο λυγμός σου αλύτρωτος
και πάει για να σε πνίξει!
Κι’ η σιωπή σου πιότερο
κι’ απ’ τη φωνή μιλάει.
Σώπαινε! Είναι βαρύ! Καλά το ξέρω
τι θα μου πεις. Με δίκασαν κει κάτου
σε Θάνατου ποινή!

 

ΟΙΑΚΑΣ

(λυγμικά)

Ναι….

 

ΧΟΡΟΣ

(σύγχρονα)

Αλλοίμονο!

 

ΜΥΡΡΑ

(που βγαίνει απ’ τη σκηνή ακούγοντας το χορό και ταυτόχρονα με κείνον)

Αλλοίμονο!…

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(στον Οίακα)

Το πρόσμενα!
Έλα! Σίμωσε κάτου από τον ίσκιο μου.
Δροσέρεψε τον πυρωμένο νου σου.
Σαν άντρας στάσου! Εγώ σε λίγο φεύγω
για το μακρύ κι’ αγύριστο ταξίδι.

 

ΜΥΡΡΑ‒ΧΟΡΟΣ
Αλλοί και τρισαλλοί κι’ αλλοίμονό μας!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Δίνω το διάκι του στρατού στα χέρια σου.
Δεξά τιμόνεψέ τον. Μη δειλιάσεις!
Εσύ μαζί του θα χαρείς τη Νίκη.
Γίνου συ του πατέρα η παρηγόρια
το στήριγμα των γερατειών του γίνε….

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ωϊμέ!…. Θα σωριαστεί σα θα τ’ακούσει!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Κι’ όταν πικρά τα δάκρυα θ’ αυλακώνουν
το πρόσωπό του σα θα με θυμάται,
με τ’ απαλό σου χάδι σκούπιζέ το.
Τον πόνο τον ασίγαστο της μάνας
τ’ασπρόμαλλο κεφάλι της χαϊδεύοντας
απάλυνε, και συχνοθύμιζέ τους
πως τ’όνομά μας έμεινε αλέκιαστο
κι’ αλέρωτη η Τιμή μας, καθώς πάντα.

 

ΟΙΑΚΑΣ
Τι λες; Για θάνατο μιλάς ακόμα;
Του φθόνου και του δόλου τ’αθώο θύμα
στέργεις εσύ να γίνεις αδελφέ μου!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Ποιο μονοπάτι η σκέψη σου τραβάει;

 

ΟΙΑΚΑΣ
Του λυτρωμού Σου! Σύντομα να φύγεις…!

 

ΜΥΡΡΑ
Η γνώση με τα λόγια σου μιλάει.

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Αυτή με την καρδιά μιλάει, μα πες μου
εσύ ο άντρας πες μου το, το στέργεις;
Στέργεις, αντρίκιο θάνατο ξεφεύγοντας,
ζωή άτιμη να ζήσω;

 

ΜΥΡΡΑ
Ναι! Η καρδιά μιλά η σπαραγμένη μου
κι’ η αγάπη μου για Σένα η ασυνόριστη!
Κι’ απ’ το να Σ’ αγαπώ, δεν ξέρω τίποτα
στον κόσμο πιο τρανό!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Μικρή μου Μύρρα!

 

ΜΥΡΡΑ
Γι’ αυτό θέλω να φύγεις! Στην πατρίδα
σαν πας, δίπλα σε κείνους που Σε νιώθουν
εκεί την άδολη καρδιά Σου δείξε τους.
Κι’ εκεί θα Σε πιστέψουν. Κι’ όταν όλοι
οι Βασιλιάδες πίσω στις πατρίδες τους
γυρίσουν, στέρια έχοντας αδράξει
τη Νίκη, τότε πλέρια ξεσκεπάζεις
το δόλο που Σ’εκύκλωσε. Κι η Ελλάδα
ολάκερη θα σκύψει το κεφάλι
μπροστά στης Αρετής Σου τη λαμπράδα.

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Πόσο εύκολα τα πλάθει η καρδιά σου!

 

ΜΥΡΡΑ
Ναι! Άκουσέ με, Κύρη αγαπημένε μου.
Πάμε να φύγουμε! Η πιστή Σου σκλάβα
κει κάτω στο παλάτι Σου θε να’μια.
Κι’ όταν οι έγνοιες το πλατύ Σου μέτωπο
ισκιώνουν, της αγάπης μου το χάδι
θα Σε μερώνει!

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Πάνω από τη στοργή και την αγάπη
κι’ από το φίλτρο του γονιού πιο πάνω,
ψηλάθε από το βογγητό της Μάνας
κι’ απ’ το πικρό το δάκρυ του Πατέρα
και πιο τρανή από τη Ζωής τον ήλιο
κι’ απ’ των συντρόφων τη φιλία την πλέρια
στέκεται μια Θεά που με προστάζει,
μ’ αλέκιαστο το μέτωπο να πέσω.
Αγέρωχη Θεά, ωραία κι’ αμείλιχτη.
Τη λεν: ΘΥΣΙΑ!!

 

ΧΟΡΟΣ
Που να κινήσω; Δρόμοι δυό μ’ανοίγονται
κι’ απόφαση δεν έχω πάρει ακόμη.
Στέκω χαμένος θολωμένος, άβουλος
στο σταυροδρόμι!
Στο ένα μιας αγάπης ασυνόριστης
πλατύφυλλοι, ισκιεροί θροΐζουν κλώνοι!
Στον άλλο η Δόξα με στεφάνι αμάραντο
στέκει και το διαβάτη στεφανώνει!
Κι’ η καρδιά κλαίει, βογγάει και ξέφρενη
τα δεσμά της ζητάει να τα σπάσει!
Μα ο νους τραγουδάει και χαίρεται
την τρανή Αρετή Σου’ νειρεύται
π’αντηχάει τ’ όνομά της στην πλάση.

(Μπαίνουν στρατιώτες με λιθάρια στα χέρια. Η ορμή τους κόβεται από τη ματιά του Π.)

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Γιατί δειλιάτε; Τι σταμάτησε το δρόμο σας
και την απόφαση που’χετε πάρει
δε βάζετε σε πράξη; Τι κρατάει
τα χέρια σας; (πάψη) Ρωτάω; Ποιος θα απαντήσει;

 

ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Απάντηση δεν δίνουν σε Προδότη!
Και συ Προδότης είσαι!…

 

ΟΛΟΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
Ναι! Προδότης!

 

ΕΝΑΣ

(παλαμίζοντας ένα λιθάρι)

Κι’ αυτά τώρα τη σάρκα σου θα λιώσουν
και στους ανέμους τα μιαρά κομμάτια της
Προδότη, θα σκορπίσουνε…

 

ΟΛΟΙ
Προδότη!….

 

ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

(Προχωράει με βήμα αργό, ατενίζοντας το άπειρο. Σα Θεός! Στο διάβα Του οι στρατιώτες σκύβουν το κεφάλι και μεριάζουνε. Εκείνος μεταρσιώνεται)

Απόλλωνα! Τ’ ωραίο με λούζει φως Σου
και νιώθω την ψυχή μου να λυτρώνεται
από τα πάθη του μικρού του κόσμου!

(βγάζει κι’ ακουμπάει κατά γης την περικεφαλαία Του)

Βγαίνει απ’τη φυλακή της Σάρκας λεύτερη
πετάει λαφριά, χαρούμενη πετάει,
κι’ όθε περνάει κρίνα σκορπάν στο διάβα της
και ψάλλουν αηδονολαλιές στο πέρασμά της!
Α! Τι απαλό το ντύμα της Αλήθειας!
Ανείπωτη μια δρόσο με γεμίζει!
Και πώς να πω; Ένα φως με πλημμυράει
ανέσπερο ένα φως , λευκό, φεγγοβόλο!
Παραμερίζουν οι ψυχές του Άδη,
υπάκουες στο πρόσταγμα του Πλούτωνα.
Παραμερίζουν, κι’ η Αλήθεια, ανάερη
ανάμεσά τους μ’ οδηγάει και λάμπω!
Κι’ όλα γενήκαν μουσική και χρώμα
κι’ όλα ψαλμός και μελωδία γενήκαν!
Κι’ όλα: μύρο και χρώμα και τραγούδι
και θάμπωμα, ειμ’ ΕΓΩ!

(Αργοπατώντας βγαίνει. Οι στρατιώτες θαμπωμένοι ακολουθάνε)

 

ΜΥΡΡΑ

(Αγκαλιάζοντας την περικεφαλαία ξεσπάει σε κλάμα και μοιρολόι)

Ωιμέ!
Αλλοί και τρισαλλοίμονο της άμοιρης!
Λύστε του βόγγου τα δεσμά κι’ αφήστε τον
λεύτερο, καθώς άτι, να χιμήξει!
Καλπάζει μες στα πληγωμένα στήθη μου
γυρεύει να με πνίξει!
Αλλοί!
Αλλοί και τρισαλλοίμονο της έρημης!
Ωιμέ! Η φωνή μου ας ακουστεί στα πέρατα
της γης, κι’ ας σκούξω, όσο δεν έσκουξα ποτέ μου!
Κι’ ας απλωθεί μου ο Βόγγος, στα φτερούγια ταξιδεύοντας
του ανέμου!
Αλλοίμονο!
Αλλοί και τρισαλλοί μου της βαριόμοιρης!
Σταλαματιά με τη σταλαματιά
πικρό ας κατρακυλήσει μου το δάκρυ˙
να πιουν οι ποταμοί, να πιουν τα πέλαγα
της γης αχόρταγα ναν το ρουφήξει η άκρη!
Αλλοίμονο!
Αλλοί και τρισαλλοί μου της τρισκόταδης!
Στράγγιξε ο αγέρας γύρω μου και στέρεψε
κάθε χαρά! Ανοίχτε θύρες του Άδη να’μπω!
Σωριάστη ο πλάτανος κι’ απόμεινα παντέρημη
σαν καλαμιά στον πυρωμένο κάμπο!

 

ΧΟΡΟΣ
Κλάφτον! Και το πικρό το μοιρολόι σου
νανούρισμα κάνε το και παιάνα!
Για τον πατέρα θρήνα Τον τον άμοιρο
και για την σπαραγμένη Του τη Μάνα!

 

ΜΥΡΡΑ
Τα μάτια Του!
Τα μάτια Του που φως με πλημμυρούσανε
σαν μ’ έβλεπαν μ’ ανείπωτη λαχτάρα,
για πάντα βασιλεύουν! Στους φονιάδες Του
κατάρα!
Κατάρα!
Κατάρα στων Ελλήνων την Φυλή την άστατη….
Ο πόνος στη γενιά τους ν’απλωθεί κι’η Φρίκη
και της Διχόνοιας ναν τους τριβελάει τ’αθώρητο
σκουλήκι!
Οι μήτρες να στερέψουνε, τα στήθη να στερφέψουν
κι’αντίς για γάλα να βυζαίνουνε χολή,
κι’ όσες μου’ρίξαν συφορές απάνω τους να πέσουν.
Κατάρα στων Ελλήνων τη Φυλή!

 

ΧΟΡΟΣ
Ω! Ω! Ω! Ω!

 

ΜΥΡΡΑ
Να σκάφτει τα θεμέλια τους το Μίσος και το Ψέμα.
Φωτιά να πέφτει πάνω τους η δρόσο τ’ ουρανού.
Και να τους πνίξει τ’αδικοχυμένο αίμα
Εκεινού!

 

ΧΟΡΟΣ
Της πάνω γης!
Της πάνω γης τ’ ακούσαν τα ζωντίμια
και πάγωσέ τους η λαλιά
και μες στα δάση φρίξανε τ’ αγρίμια
και στις φωλιές λουφάξαν τα πουλιά!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Πω, πω! Βαρειά π’απλώθηκε η κατάρα σου
βγαλμένη από τον πόνο που σε πνίγει!
Μ’ ας μη σ’ ακούσουν οι Θεοί
κι’ας μην πληρώσουν οι πολλοί
το κρίμα που’καναν οι λίγοι.

 

ΜΥΡΡΑ
Α! α! α! α!
Ξυπόλητον στα καυτερά χαλίκια Τον κυλάνε
Του σκίζουν τον χιτώνα Του, γυμνό ειν’ το Θείο Του κορμί.
Τον φτύνουνε, Τον βλαστημάν και Τον πετροβολάνε
Μη!!!

 

ΧΟΡΟΣ
Μη! Μη! Μη!

 

ΜΥΡΡΑ
Μην Τον χτυπάτε. Φτάνει πια! Τ’ αγνό Του αίμα κυλάει.
Να! Να!…. Σωριάστη κατά γης!
Σωπαίνει! Ούτε λυγμός, ούτε παράπονο! Μοσκοβολάει
το αίμα τ’αθώο της κάθε Του πληγής!

 

ΧΟΡΟΣ
Αϊ! αϊ!

 

ΜΥΡΡΑ
Τι στέκεις νεφεληγερέτη Δία;
Για δεν τρυπάει τα φρένα Σου
ο βόγγος μου ο βραχνός
κι’ ανήλεος ο βαρύς Σου κεραυνός
γιατί δεν καίει της γης την αδικία;
Θεοί! Τρεκλώντας τώρα αναστηλώθη!
Το βλέμμα Του λάμπει ήρεμο γλυκό.
Πόνο κανένα η σάρκα Του δε νιώθει
και πα στο πλήθος τ’ άμετρο και το βουερό
«Νίκη! Πατρίδα!» η φωνή Του απλώθη
και το κορμί Του απόγειρε νεκρό.

(η αλλοφροσύνη)

Χτυπάτε‒χτυπάτε με βιάση
τα χέρια ας κουνιώνται γοργά
σε λίγο πια θε να’ναι αργά
τ’ όμορφό σας τελειώστε γιορτάσι.

 

ΧΟΡΟΣ

(θρηνητικά)

Κοιτάχτε‒κοιτάχτε τα μάτια
βασίλεψαν τώρα θολά!

 

ΜΥΡΡΑ
Χτυπάτε‒χιμάτε σαν άτια
στο αίμα π’αχνίζει….. Χα‒χα‒χα!!

 

ΧΟΡΟΣ
Λιθάρια σωριάστε λιθάρια
στο τρανό κορμί Του πολλά!

 

ΜΥΡΡΑ
Εμπρός της Ελλάδος βλαστάρια
Χα‒χα‒χα! Χα‒χα‒χα! Χα‒χα‒χα!!
Και σεις ποιες είστε γριές π’ερχόστε
να πάρετε τ’ ώριο κορμί;
Μακριά Του! Κοντά μη ζυγώστε!

 

ΧΟΡΟΣ
Μη! Μη!

 

ΜΥΡΡΑ
Γριά! Κάνε πέρα! Τι ορίζεις;
Η σάρκα σου τρέμει η γυμνή.
Τι κάνεις γριά στρίγγλα; Γεμίζεις
με το αίμα του το μαύρο σου σταμνί;

 

ΧΟΡΟΣ
Δικός μας ειν’ μόνο δικός μας
στο θάνατο και στη ζωή!
Ο αγέρας μας είναι το φως μας
η ανάσα μας και η πνοή!

 

ΜΥΡΡΑ
Μην Τον αγγίζεις! Να κοντά Σου φτάνω
μην τους πιστεύεις αν Σου πουν που’μια τρελή!
Της Τρωάδας τα μύρα θα βάνω
να Σου κλείσουν την κάθε πληγή!

 

ΧΟΡΟΣ
Εγώ τις πληγές σου θα πλύνω
με το δάκρυ μου που ρυάκι κυλά.

 

ΜΥΡΡΑ
Τον κύκλο της Ζήσης μου κλείνω
μαζί Σου για πάντα θα μείνω!
Χα‒χα‒χα! Χα‒χα‒χα! Χα‒χα‒χα!!!

(φεύγει αλλόφρονη απ’ την αριστερή πάροδο)

 

ΧΟΡΟΣ
Σαν κεραυνός που σε δεντράκι ορθόκορμο
πέφτει και νεκρωμένο το σωριάζει
σα μανιασμένο φλόγινο αστραπόβροντο
καθώς χαλάζι,
έτσι κι’ ο Πόνος στην καρδιά της χίμηξε
και σάλεψαν της άμοιρης τα φρένα!
Τι άλλο φυλάτε, Θεοί, να δουν τα μάτια μου
Ωιμένα!

(Γονατίζουν)

Γη! Μάνα του Παντός, καλοδέξου Τον
τώρα που προς εσένα κατεβαίνει.
Και δέομαι ο στερνός να’ναι της ράτσας μας
αθώος που πεθαίνει!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Εκείνο τώρα θα περνάει στου Χάρωνα το ακάτι
τον ποταμό Αχέρωνα, φωτίζοντας τον Άδη.
Κι’ εγώ π’απόμεινα ορφανός με δακρυσμένο μάτι
κλαίω το λαμπρό που χάθηκε Ελληνικό πετράδι.

 

ΟΙΑΚΑΣ

(Μπαίνει λαμπερός, ορθόστηθος)

Δεν πρέπει νεκρολούλουδα ο Λόγος να σκορπάει.
Με περηφάνεια των φρυδιών ας υψωθούν τα τόξα!
Κι’αν νιος Εκείνος έφυγε και χάθηκε και πάει
Νεράιδα λευκοφτέρουγη Τον προβοδάει η Δόξα!

 

ΧΟΡΟΣ
Και τώρα;

 

ΟΙΑΚΑΣ
Βάλτε χαλινό στον Πόνο!
Και πριν ο ήλιος γύρει κι’ ακουμπήσει
στου πόντου τα νερά, μες στο καράβι
να μπείτε και να φύγετε.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Με δίχως
Εκείνον ν’αντικρύσουνε τα μάτια μας;
Δίχως να πάρει το στερνό μας χάδι;
Δίχως τη στάχτη, την ιερή Του στάχτη,
σε λήκυθο να κλείσουμε και ραίνοντας
με δάκρυα, στην Πατρίδα να την πάμε;

 

ΟΙΑΚΑΣ
Με δίχως! Σκοτεινές κυλάν οι ώρες
και το έγκλημά τους κείνοι θα θελήσουν
να κρύψουν απ’ τον κόσμο και να φράξουν
με χέρι θάνατου το μίλημά σας!
Γι’ αυτό βιαστείτε. Βάρυνε ο αγέρας
και το αίμα, αίμα καινούργιο αποζητάει.
Τον Πόνο μανταλώστε στην καρδιά σας!
Ανώφελο το κλάμα είναι και ο θρήνος.
Σύρτε κει κάτω και το μαύρο μήνυμα
σκορπίστε στην Πατρίδα.

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Και συ;

 

ΟΙΑΚΑΣ
Στο Χρέος πλάι εγώ θα μείνω.
Τα τελευταία Του, λόγια ας θυμηθούμε:
«Απ’ όλα πιο ψηλά η Πατρίδα στέκει!»
Μέσα σε λίγες ώρες έχω αλλάξει.
Ξύπνησε εντός μου ο άντρας και γιγάντωσε!
Το δάκρυ δεν μου πάει και το σκουπίζω.
Και το στρατό μας, που θε να’ρθει σήμερα
απ’ το βουερό Θρακιώτικο ακρογιάλι,
θα κυβερνήσω σταθερά οδηγώντας τον
στη Νίκη!

 

ΧΟΡΟΣ
Το δέντρο κι’αν σωριάστηκε, στη ρίζα του
πετιέται προφαντό το νιο βλαστάρι!

(ακούγονται σαλπίσματα)

 

ΟΙΑΚΑΣ
Πλεύρισαν τ’Αναπλιώτικα καράβια!
Ήρθε ο γενναίος Στρατός μας και κοντά του
πρέπει να τρέξω. Κι’ απιθώνοντας
το χέρι μου πάνω του, να σιγάσω
τον πόνο της καρδιάς του σαν το μάθει.
Κι’ ακόμα να μποδίσω τ’άγριο πάθος
που θα χιμήξει ως ταύρος και τα λόγια μου
του νου τους τη φουρτούνα να μερέψουν!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Έλα κοντά μου! Τ’άσαρκα τα χέρια μου
τρέμοντας το σγουρόμαλλο κεφάλι σου
ποθούνε να χαϊδέψουν.

 

ΟΙΑΚΑΣ
Μη με χαϊδεύεις πιότερο. Η καρδιά μου
αναλιγώνει σαν κερί κοντά σου.

(αποφασιστικά)

Ο Ποσειδώνας να σας συντροφέψει
κι’ ας σας φυσήξει πρίμο αγέρι ο Αίολος. (φεύγει)

 

ΧΟΡΟΣ

(Μόλις ο Οίακας φεύγει, αρχίζει)

Α’ Θε μου λιγώνεται η ψυχή
και το κορμί μου τρέμει
‒λυχνάρι στο Βορριά!‒
Με σάρωσαν οι δρόλαπες
και μ’ έδειραν οι ανέμοι.
Με την καρδιά βαριά
σα δέντρο το χινόπωρο
π’ορφάνεψε από φύλλα
απόμεινα χλωμός.
Δάκρυ! τρέξε απ’τα μάτια μου
και κύλα κατρακύλα
και γίνου ποταμός.

Β’. Ναν τον αντέξω δεν μπορώ
τον γιγαντένιο αγώνα
στη ξένη τούτη γης!
Ω! Και να’ρχόσουν πλάι μου
Μεγάλε Ποσειδώνα
Μπάλσαμο να μου γένεις της πληγής!

Γ’. Σώστε μας, καθώς έσωσες
την όμορφη Αμυμώνη
από Σατύρου χέρια μιαρά.
Έλα! Κι’ ο τρόμος τα μαβιά
φτερούγια του μ’απλώνει
και πέθανε στα χείλη μου η χαρά!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(που στο μεταξύ έχει προβάλλει και παρακολουθεί χαιρέκακα τους κοπετούς του χορού)

Χα‒χα! Ναυπλιώτες μάταια θρηνάτε!
Η Νέμεση με το βαρύ της χέρι
του’δωκε θάνατο που τ’ άξιζε.
Τι τον θρηνάτε εκεί σα γυναικούλες
που γύρω από νεκρό μοιρολογάνε.
Ήταν προδότης! Νιώστε το! Προδότης!
Και σεις, σαν τα δαρένα τα κουτάβια
βάλτε κάτου απ’τα σκέλια την ουρά σας
και σύρτε! Ούτε παράπονο ούτε βόγγο.
Δειλής γενιάς και σάπιας και προδότρας
σποριά φαρμακερή!…

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Α! πως ο Όλυμπος
τα λόγια σου τα ψεύτικα τ’αντέχει!
Πως δε σε καίει ο κεραυνός του Δία!
Του Ποσειδώνα δε σε βρίσκει η Τρίαινα;
Φίδι!…

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τι λες! Ετόλμησες σ’εμένα
τα λόγια σου τα κίτρινα να χύσεις;
Όμως Οδυσσέας λέγουμαι, Οδυσσέας
Κι’ όποιος ή με τα έργα του ή με λόγια
στο δρόμο μου σταθεί μου το πληρώνει!
Φρουροί!….

(Μπαίνουν οπλοφόροι)

 

ΧΟΡΟΣ
Ω! Ω! Ω! Ω!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αρπάχτε τους λεβεντονιούς ετούτους
και σύρτε τους στη σύναξη εκεί κάτω!
Θαν τους δικάσω! Σύντομα τους πρέπει
του αφέντη τους την τύχη ν’ακλουθήσουν.
Το πρόσωπο μου το ιερό εσπίλωσεν
η λάσπη από το ξέφραγό τους στόμα!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

(Έχει αγκαλιάσει το βωμό και προσεύχεται)

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(στους φρουρούς)

Και τούτον δω, τον τράγο τον μπροστάρη
που αγκάλιασε τον θεϊκό βωμό και τρέμει
με τούτα τα μακρυά γερά σας δόρατα
τα καλοακονισμένα, κομματιάστε!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

(Σηκώνεται αργά, επίσημα, μαντικά: )

Τον νιώθω!… Θόλωσε ο γιαλός! Κοιτάχτε!
Τρέμει το κύμα! Θε μου τρισμέγαλε!
Είσαι κοντά μας! Το μηνάν οι γλάροι,
το χνώτο σου μ’ αγγίζει! Ανατριχιάζω.

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Ναι! Είμαι κοντά σας! Ήρθα Δικαιοκρίτης
τους δίκαιους ο Όλυμπος ακούει
και οι Θεοί κοντά σας κατεβαίνουν
το δίκαιο να χωρίσουν και την πάχνη
που μερικών το ψέμα έχει απλώσει
να ξεδιαλύνουν. Το αίμα του αθώου
που χύθηκε σε τούτες δω τις πέτρες
μου λέκιασε τον άσπρο μου χιτώνα.
Και τούτη εδώ μου η τρίαινα σαν όχεντρα
που τα μικρά της σκότωσαν, μανίζει
και σύντομα της άνομης της πράξης
τον αίτιο θα χτυπήσει.

(στον ΟΔΥΣΣΕΑ)

Εσύ σκουλίκι
τι φιδοσέρνεσαι στη γης! Ψοφίμι!
Πασπάλισε το μούτρο σου με χώμα
γιατί δεν πρέπει να θωρείς τον ήλιο
κι’ άκου την καταδίκη σου! Το κρίμα
που ξύφανες μετα λεμπρά σου χέρια
αιώνια θα βαραίνει πάνωθέ σου.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(Μουγκρίζει και σούρνεται στη γης)

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Οι μοίρες δεν το θέλουν να πεθάνεις
αλλά όταν πέσουν τα πανώρια κάστρα
της Τροίας και τα καταπιούν οι φλόγες
τότες , για την Πατρίδα όταν κινήσεις
ο Πόντος μου αφιλόξενος θα γίνει για σένα
γέννημα της χολής και γιε του δόλου!
Δέκα ακέρια σε δικάζω χρόνια
το κύμα μου να σε θαλασσοδέρνει.
Απ’την μικρήν αρμύρα το κορμί σου
το αναθεματισμένο θα σκεβρώσει
όλο και θα πλανιέσαι, της Ιθάκης
το αραξοβόλι το ήμερο διψώντας
κι’ όλο θα λες πως φτάνεις κι’ όταν φτάνεις
το μαύρο μου το κύμα πάλι πίσω
στον βουερό μου πόντο θα σε ρίχνει.
Δέκα χρόνια, ακέρια δέκα χρόνια!
Τ’ ώριο το σπιτικό σου θα ρημάξει
οι δούλοι σου αφεντάδες θα γινούνε
κι’ όλο το βιό σου θα ανεμοσκορπίσουν.
Ο Γιός σου, ο λατρευτός Τηλέμαχός σου,
θα γίνει ως και μπαίγνιο των σκυλιώνε
και στο παλάτι σου άρπαγες μνηστήρες
το χέρι της γλυκειάς σου Πηνελόπης
αποζητώντας, θα μεθοκοπάνε,
χύνοντας τα κρασιά σου απ’τα βαρέλια
τρυγώντας σου τα πλούτη απ’ τα κελάρια.
Έτσι εγώ την τιμωρία ορίζω
κι’ έτσι, καθώς ορίζω εγώ, θα γίνει!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Έλεος! Παντοκράτορα Μεγάλε!

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Διπρόσωπε! Την δύναμη όταν νιώθεις
σαν ερπετό μου σούρνεσαι! Και τότε
το ίδιο παρακάλαες την Εκάβη
σαν σ’έπιασε, κατάσκοπο τη νύχτα
στης Τροίας τα σοκάκια, θεομπαίχτη!
Η απόφαση όμως πάρθηκε για σένα
κι’ έτσι θα γίνει. Εγώ ο Θεός προστάζω!

(στο Χορό)

Και σεις με τη ψυχή τώρα γαλήνια
σύρτε για το μεγάλο σας ταξίδι.
Το κύμα μου το πλοίο θα νανουρίζει
κι’ όλο προς την Πατρίδα θα σας σπρώχνει
κι’ως πάντα η παρουσία μου αόρατη
θα’ναι προστάτης, σύντροφος και σκέπη.

 

ΧΟΡΟΣ

(καθώς ο Ποσειδώνας φεύγει, αρχίζει)

Όνειρο να ήταν τάχα!
Ήρθε κι’έφυγε καθώς
καθώς πλάνεμα ονείρου
ο Μεγάλος μας Θεός!
Ω! τα λόγια Σου τα θεία
μας δροσίσαν την ψυχή
ως της γης την πυρωμένη
του χινόπωρου η βροχή.
Κι’ αν εδιάβηκε τον Άδη
ο τρανός μας αδελφός
της ψυχής μας το σκοτάδι
το πλημμύρισες με φως.
Ένα φως λαμπρό που καίει
τους που επράξαν το κακό,
ένα φως που στους αθώους
θαμποχύνεται γλυκό.
Γύρω μας το φως Σου απλώθη
‒όποιος θέλεις ας μας μισεί
ό,τι θέλει η μοίρα ας κλώθει‒
είσαι δίπλα μας ΕΣΥ!

 

 

ΕΞΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ
Τρωαδίτισσα γη! Στ’ ακρογιάλι σου
το στερνό μου το βλέμμα απλώνω!
Τρωαδίτισσα γη, που μας κέρασες
τη χαρά και τον άμετρο πόνο
αλαφρά σκέπασέ Τον στον ύπνο Του
κι’απαλό χάρισέ Του το μνήμα
και νανούρισμα αιώνιο ας γένη Του
του γιαλού Σου το κύμα!
Ελλάδα! Όνομα ιερό! Πατρίδα Ελλάδα Ελλάδα!
πάντα στον ήλιο αγνάντια ξεκινάς!
Μα τους καλούς που με της Δόξας τη λαμπάδα
το δρόμο Σου φωτάν Ελλάδα, Ελλάδα,
ποιας Μοίρας τραγικής περιπλοκάδα
Σε δένει και στα σκότη τους γκρεμάς;
Όμως τα χρόνια κι’ αν περνάν
κι’οι αιώνες αν κυλάνε
της Δόξας Του ακατάλυτο
θα λάμπει το στολίδι.
Ήλιοι τρανοί τα έργα Του
και θα φεγγοβολάνε
να γονατίζουν οι γενιές
μπροστά στον ΠΑΛΑΜΗΔΗ!

 

ΤΕΛΟΣ

 

Προηγούμενο     Επιστροφή στο Έργο