ΩΡΕΣ ΟΔΥΝΗΣ

Κοντά ξενύχτησα, κοντά Σου−
καρδιά μου πάνω απ’τις καρδιές−
κοντά στο παραμίλημά Σου,
τρεις, γυιέ μου, ατέλειωτες βραδιές.

Ω κείνη η νύχτα, η πρώτη νύχτα
του παιδεμού Σου η φοβερή!,
που τα χειλάκια Σου παγώσαν
κ’ ήταν η όψη Σου ως κερί!

Ήταν στιγμές μες στο σκοτάδι,
που τα χεράκια Σου σ’εμέ
το υστερνό τους δίναν χάδι−
ώ πόνε, ανείπωτε καϊμέ!

Για Σε τη ζήση μου την πάσα,
σταλαματιά − σταλαματιά.
Για Σένα κάθε μια μου ανάσα
να ζωντανέψει Σου η ματιά!

Για Σένα μάνα και πατέρας.
Για Σένα φίλος κι αδελφός.
Για Σε, τρισήλιε μου της μέρας,
ω, γυιέ μου, ανέσπερό μου φως!

Κοντά Σου χνώτο με το χνώτο
κι ανάσα την ανασαιμιά!
Κοντά Σου, αστέρι μου Εσύ πρώτο,
καταφυγή στην ερημιά!

Με δείραν, στης ζωής τη δίνη,
κατατρεγμοί λογιών−λογιών.
Και στήριγμά Συ έχεις μείνει,
ανάμα κι άγια των αγιών!

Και, να: τα χέρια παγωμένα
κ’ η ανασαιμιά Σου πια βαριά…
Και τι θα γίνω, ωιμένα, ωιμένα!,
σα λεύκας φύλλο στο βοριά;

Αχ, κι όταν είδα πως μ’αφήνεις
για το ταξίδι το στερνό,
έκραξα με φωνήν οδύνης
προς τον ατέλειωτο ουρανό:

Χωρίς το γυιό μου πώς να ζήσω;
Μη μου τον παίρνεις, Θέ μου, μη!
Και πάλεβα να την κρατήσω
στο ντελικάτο Σου κορμί,

Την άμωμη ψυχή Σου, γυιέ μου,
που λαβωμέν’ ήταν πουλί.
Και τρέμιζε, ως κερί στ’ανέμου.
στ’άγριου τ’ανέμου την πνοή.

………………………………

Κι άκουσε Κείνος εκεί πάνω
την εναγώνια μου κραυγή.
Και με λυπήθηκε το δόλιο
και Σε ξανάστειλε στη γη!