Αλήθεια ήταν….
Από παντού: από το Μοναστήρι, απ’ τη μεριά του Γαλατά, απ’ το Λεμονοδάσος, απ’ το Νεώριο, απ’ όλες τις πλευρές του νησιού, οδηγημένα απ’ τη Βάβω, έφταναν, ορμητικά και πολεμόχαρα, πυκνά κοπάδια πουλιών, λογής-λογής, Αποφασισμένα να διώξουνε μακριά, κατά το πέλαγο, το Μαύρο Πουλί της Συφορας, πριν εκείνο προλάβει να βλάψει τους Μεγάλους Κυνηγημένους του νησιού τους…
Να το διώξουν ή να πεθάνουν!
Το πρόλαβαν, τυφλό και ματωμένο, καθώς προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του και να ξαναχουμήξει, να σπάσει τις γρίλλιες του παραθυριού και να φέρει σε τέλος το απαίσιο έργο του.
Το πρόλαβαν…
Απ’ τη στεριά του κλείσανε το δρόμο τα περιστέρια, οι σπουργίτες, τα χελιδόνια και τα κοτσύφια.
Απ’ τη μεριά πάλι του πελάγου του’ βαλαν φραγμό πλήθος οι γλάροι, που σχημάτιζαν με τα κορμιά τους ένα κάτασπρο, πουπουλένιο, αδιαπέραστο φράγμα.
Άλλα έδιωξαν με τσιμπιές το ασκέρι τωνν κοράκων που φύγανε, κρώζοντας, κατά τον αγύριστο.
Άλλα, τα πιο μαχητικά, πέσανε πάνω στο κορμί του λαβωμένου τυφλού γίγαντα, που προσπαθούσε μάταια ν’ αμυνθεί. ανίσχυρος μπρος σε τούτη τη μυρμηγκιά των φτερωτών, που τον σκέπαζε ολάκαιρο, τσιμπώντας τον με μανία σ’ όλο το κορμί του….
Σε λίγο όλα είχανε τελέψει.
Το Μαύρο Πουλί του Ολέθρου, το Όρνιο του Θανάτου και της Χολής, δε ζούσε πια.